…τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Έτσι, μας λέγαν όταν είμαστε παιδιά. Ότι δεν πρέπει να λέμε ψέματα γιατί δεν είναι σωστό, ότι θα μας βάλουν πιπέρι στο στόμα και όλα τα σχετικά που κάνουν οι Ελληνίδες μαμάδες. Τώρα, στην περίπτωση του κλέφτη είναι αδιανόητο να θέλεις να κλέψεις από κάποιον άλλο, γιατί απλά εσύ δεν μπορείς και δεν έχεις τα κότσια να τα αποκτήσεις.
Ο ψεύτης δεν διαφέρει καθόλου από τον κλέφτη, γιατί και οι δύο μπορούν να σε παραμυθιάζουν. «Εισβάλλουν» στην ζωή σου χωρίς αναστολές και διεκδικούν με τον τρόπο τους αυτό που ουσιαστικά δεν τους ανήκει. Με διάφορους τρόπους σκαρφίζονται τα πιο απίστευτα πράγματα για να σε πείσουν ότι δεν είναι ούτε ψεύτες, ούτε κλέφτες. Αυτή η ανάγκη τους να λένε ψέματα και να προσπαθούν να κλέψουν κάτι από σένα κατακτά κουραστικό. Στην αρχή δεν λες τίποτε γιατί πιστεύεις στους ανθρώπους και προσπαθείς να τους εμπιστευτείς.
Όμως, αυτοί εκμεταλλεύονται την καλή σου πίστη θεωρώντας ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τον σκοπό τους. Δεν μιλάς και σιωπάς και πας παρακάτω. Όμως, καταντάει κουραστικό και ψυχοφθόρο σε κάποια φάση ο άλλος να πιστεύει ότι μπορεί να σε «κοροϊδεύει» σε όλη του, την ζωή. Ο ψεύτης και ο κλέφτης πάνε μαζί, βαδίζουν στο ίδιο δρόμο και όταν το κάνουν μια φορά τότε μετά όλα φαίνονται εύκολα. Ο καλός ο ψεύτης δεν νοιώθει οποιεσδήποτε τύψεις θεωρώντας σε κάποια φάση ότι τα ψέματα του είναι αληθινά, προσπαθώντας να πείσει και τους άλλους γι’ αυτά. Κτίζει γύρω του ένα τείχος έχοντας μέσα του αυτούς που τώρα τον πιστεύουν θεωρώντας ότι αυτό θα κρατήσει για μια ζωή.
Ο ψεύτης και ο κλέφτης πάνε μαζί βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο. Έναν δρόμο που οι ίδιοι ξέρουν καλύτερα από όλους. Η δικαιολογία δεν ήθελα να σε πληγώσω, έκλεψα και είπα ψέματα, γιατί έπρεπε, δεν ισχύει πια και έχει ξεφτίσει πλέον οριστικά…