Ένα απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, «Η Ελένη», το οποίο έχει τη δική του σημασία μέσα από τις λέξεις. Ένα απόσπασμα που φανερώνει τα κούφια πράγματα που εμείς γεμίζαμε για να φαίνονται γεμάτα αλλά στην πραγματικότητα τα γεμίζαμε απλά για να πάρουν σχήμα…«Η Ελένη»του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένη το 1970, είναι από αυτά τα «πολύ μεταφυσικότερα» ποιήματά του και από τα πιο απελπισμένα. Ταυτόχρονα όμως είναι ίσως και από τα πιο περήφανα.
Το 1970, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος βρίσκεται σε κατοίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου, γράφει έναν ακόμη θεατρικό μονόλογο με τίτλο «Η Ελένη», ένα πολύστιχο ποίημα το οποίο θα αποτελέσει μέρος της ποιητικής συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», μια συλλογή που γράφτηκε μέσα σε 20 περίπου χρόνια και είναι μια από τις κορυφαίες της νεοελληνικής ποίησης.
Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, άδειασαν· άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —
απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.