Μητέρα από τη Λεμεσό καταγγέλλει ότι η Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης αποφάσισε, χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση, να τοποθετήσει τα δύο παιδιά της – ηλικίας 5,5 και 7 ετών – στο πλαίσιο φοίτησης ειδικής μονάδας, παρά το γεγονός ότι πέρσι φοιτούσαν στη γενική τάξη με τον συνοδό τους, τον οποίο μοιράζονταν με άλλα παιδιά.
Όπως αναφέρει η ίδια, δύο ημέρες πριν από την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς και ενώ συζητούσε με αρμόδιους του Υπουργείου Παιδείας για την ομαλή μετάβαση του μεγαλύτερου παιδιού στο Δημοτικό και την επιλογή του συνοδού, ξαφνικά της ανακοινώθηκε η επιστροφή των παιδιών στην Ειδική Μονάδα, χωρίς καμία προειδοποίηση.

«Με τη βία θέλουν να αποκλείσουν τα παιδιά μου στην Ειδική Μονάδα», δηλώνει με αγανάκτηση. «Δεν με ενημέρωσαν, με έφεραν προ τετελεσμένων. Είμαι αποφασισμένη να στηρίξω τα παιδιά μου και να αγωνιστώ ώστε να ενταχθούν στη γενική τάξη». Το μικρότερο παιδί φοιτά στην προδημοτική, ενώ το μεγαλύτερο στο Δημοτικό. Η μητέρα δηλώνει πως έχει δει σημαντική πρόοδο τον τελευταίο χρόνο που ήταν στη γενική μονάδα, γεγονός που ενίσχυσε την ελπίδα ότι τα παιδιά έχουν ενταχθεί κανονικά στο σχολικό περιβάλλον.

«Δεν ζητώ κάτι παράλογο», λέει. «Μέσα από την εμπειρία είμαι πεπεισμένη ότι χρειάζεται να είναι στη γενική τάξη, να κοινωνικοποιούνται, να συμμετέχουν, να νιώθουν ισότιμα με τα υπόλοιπα παιδιά. Είναι δικαίωμα όλων των παιδιών να λαμβάνουν ποιοτική εκπαίδευση μαζί με τους συμμαθητές τους. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους το στερεί». Η μητέρα εκφράζει την ανησυχία της για τις συνθήκες φοίτησης στην Ειδική Μονάδα, υποστηρίζοντας ότι το πλαίσιο αυτό δεν προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στα παιδιά — ούτε ισότιμη εκπαίδευση, ούτε ενεργό συμμετοχή.
«Δεν θέλω τα παιδιά μου να είναι αμέτοχα, να περνούν τις μέρες τους χωρίς πρόοδο. Θέλω να έχουν το δικαίωμα να μάθουν μέσα από τη συμμετοχή και τη συναναστροφή με τους συμμαθητές τους».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η ίδια προχώρησε σε γραπτή ένσταση και ταυτόχρονα καταγγελία στην Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία, με προσωπική της επιστολή προς το Υπουργείο Παιδείας, ζήτησε επανεξέταση, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομοθεσία, αφού διαπίστωσε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της σχετικής νομοθεσίας. Παρ’ όλα αυτά, σε επερχόμενη συνεδρία στην οποία κλήθηκαν οι γονείς μαζί με τους θεραπευτές που παρακολουθούν τα παιδιά, η Επιτροπή εξακολούθησε να εμμένει στην απόφαση αποκλεισμού τους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς συμβάσεις και τα αναφαίρετα δικαιώματά τους.
«Είναι σαν να αποφασίζουν για τα παιδιά μας χωρίς εμάς. Χωρίς να ακούσουν τη φωνή του γονιού, που ζει καθημερινά την πρόοδο του παιδιού του».

Η υπόθεση φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο η Κύπρος εφαρμόζει στην πράξη τις αρχές της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Παρότι το νομοθετικό πλαίσιο (Ν.113(I)/1999) προβλέπει ότι κάθε παιδί με ειδικές ανάγκες έχει δικαίωμα να φοιτά στο γενικό σχολείο «στο μέγιστο δυνατό βαθμό», στην πράξη, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, περίπου το 60% των παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού φοιτούν σε ειδικές μονάδες ή ειδικά σχολεία, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό εντάσσεται πλήρως στη γενική εκπαίδευση με υποστήριξη.
Παρά τις δυσκολίες, η μητέρα δηλώνει πως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει. «Είμαι αποφασισμένη να σταθώ στο πλευρό των παιδιών μου μέχρι το τέλος. Θα συνεχίσω να παλεύω για να έχουν ίσες ευκαιρίες, για να μπορούν να ονειρεύονται, να μαθαίνουν και να ζουν χωρίς να τα βάζουν σε “κατηγορία”. Τα παιδιά μου αξίζουν να έχουν θέση στην κοινωνία, όχι στο περιθώριο».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: