Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη καταδίκη ενός άνδρα που κακοποιούσε σεξουαλικά την ανήλικη κόρη φίλου του και βίασε τη μητέρα της, απορρίπτοντας στο σύνολό της την έφεση της υπεράσπισης.
Η υπόθεση αυτή φέρνει ξανά στο προσκήνιο την ανάγκη για αυστηρότερες ποινές σε εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και την προστασία των πιο ευάλωτων. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν μεταξύ 2007 και 2010, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο αστάθεια και ψυχολογικές δυσκολίες. Ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος τη σχέση εμπιστοσύνης με την οικογένεια, προέβη σε επαναλαμβανόμενες πράξεις που παραβίασαν τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του παιδιού.

Η παραπονούμενη κατέθεσε μέσω οπτικογραφημένης διαδικασίας, παρά τη νεαρή ηλικία της, και η μαρτυρία της κρίθηκε πλήρως αξιόπιστη. Η ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη επιβεβαίωσε τη σοβαρή ψυχική βλάβη που υπέστη από τις εμπειρίες αυτές. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η μητέρα της παραπονούμενης ήρθε στην Κύπρο το 1999 με τον σύζυγό της και το 2004 γνώρισε τον κατηγορούμενο, παντρεμένο και πατέρα δύο παιδιών, με τον οποίο ανέπτυξαν φιλική σχέση μεταξύ των οικογενειών τους. Όταν ο σύζυγός της υπέστη σοβαρό ατύχημα, ο κατηγορούμενος ανέλαβε καθημερινή υποστήριξη, παραλαμβάνοντας την κόρη από το νηπιαγωγείο και μένοντας μαζί της στο σπίτι μέχρι να επιστρέψει η μητέρα της από την εργασία της.
Το 2007, μετά τη μεταφορά του πατέρα σε ίδρυμα και τη μετακόμιση της μητέρας με την κόρη, ξεκίνησαν οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Ο κατηγορούμενος άρχισε να την πλησιάζει ερωτικά, παρά τις ξεκάθαρες αντιρρήσεις της. Ένα βράδυ, υπό πίεση, αναγκάστηκε να συνάψει σεξουαλική επαφή, την οποία αμέσως μετά μετάνιωσε. Το 2008, όταν φιλοξενήθηκε προσωρινά στο σπίτι τους μετά την απομάκρυνσή του από τη σύζυγό του, τη βίασε δύο φορές μέσα σε διάστημα δύο μηνών, γεγονός που οδήγησε στην καταγγελία του.

Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη καταδίκη, στέλνοντας σαφές μήνυμα ότι η Δικαιοσύνη δεν θα ανεχθεί την εκμετάλλευση παιδιών. Η απόφαση αναδεικνύει ότι οι μηχανισμοί ψυχολογικής άμυνας των θυμάτων δεν μειώνουν την αξιοπιστία τους, αλλά δείχνουν την προσπάθειά τους να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, κατά την αποκάλυψη των γεγονότων, μητέρα και κόρη είχαν πλέον αναδιοργανώσει τη ζωή τους στο εξωτερικό, χωρίς ενεργή σύγκρουση με τον κατηγορούμενο που να δικαιολογεί εκδικητικό κίνητρο.
Η κοινωνία οφείλει να στηρίζει τα θύματα και να απαιτεί ποινές που αντανακλούν τη βαρύτητα των εγκλημάτων. Η καθυστέρηση στη δικαιοσύνη ή η επιείκεια σε τέτοια περιστατικά στέλνει λάθος μήνυμα και οι συνέπειες για τα παιδιά είναι ανεπανόρθωτες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


