Η Ρούλα Γεωργιάδου δεν χρειάζεται συστάσεις και πολλές περιγραφές. Όλοι γνωρίζουν καλά ότι η αδυναμία που έχει στην μητέρα της κρατά εδώ και πολλά χρόνια. Με σεβασμό και αγάπη προς το πρόσωπο της, συχνά η Ρούλα Γεωργιάδου εκφράζει τα εσώψυχα της μέσα από τα γραφόμενα της. Σήμερα, η ίδια ένοιωσε μετά από έξι δεκαετίες το χάδι της μητέρας της που τόσο της έλειψε φέρνοντας της δάκρυα στο πρόσωπο της…

«Με συγκίνησες μάνα. Θυμάμαι πάντα σαν παιδάκι τυχερό, ότι είχα πάντα μια διαθέσιμη μανούλα. Μια μάνα που μας έφτιαχνε το μερακλίδικο κολατσιό μας για το σχολείο, που φεύγαμε πάντα χορτάτες από το πρωινό με τα αυγουλάκια μας και τα δημητριακά μας. Θυμάμαι ακόμη τις συγυρισμένες μπλεξούδες που μας έκανες με τους φιόγκους κι ας τις ξήλωνα καθ’ οδόν για το σχολείο. Οι στολές μας πάντα καθαρές και μοσχομυριστές από το πράσινο σαπούνι και τα πουκάμισα μας ολόλευκα και κολλαριστά.

Το μεσημέρι που γυρνούσαμε από την εξώπορτα μας μύριζε το φρεσκοψημένο ζεστό φαγητό ,που δεν τολμούσαμε να αγγίξουμε αν δεν βγάζαμε στολές και παπούτσια. Ιεροτελεστία το σερβίρισμα, φάτε κι αυτό, φάτε και το άλλο, επίσης θυμάμαι και τα καροττακια κομμένα σε λωρίδες και τα σελενάκια που έλεγες ότι έχουν βιταμίνες. Αυτά τα τσιμπολογούσαμε όταν ερχόσουν αθόρυβα όσο διαβάζαμε το home work και τα άφηνες διακριτικά στα γραφειάκια μας και αφηρημένες στο διάβασμα τα ρημάζαμε. Κάποια απογεύματα πηγαίναμε σε φροντιστήριο για Αγγλικά. Ακόμη και εκεί για μια ώρα μάθημα μας έδινες το κουτάκι μας με κέικ γεωγραφία και φρουτάκια κομένα σε μπουκίτσες. Πόσο μου λείπουν αυτά μανούλα μου. Τα μικρά τίποτα μας αλλά σήμερα καταλαβαίνω πόση αφοσίωση μας είχες τόσα χρόνια. Τα βράδια ξεκινούσε το μαρτύριο του μπάνιου. Μας σαπούνιζες με το αγαπημένο σου ροζ σαπούνι και μας έτριβες με λιούφη για να φύγει η βρώμα από τις αλάνες που παίζαμε στις αλάνες καμιά δεκαριά παιδιά στους Αγ. Ομολογητές. Ερχόσουν να μας μαζέψεις γιατί έπιανε το σούρουπο και κρατούσες ένα τεράστιο πιάτο με τηγανιτό ψωμί και πασπαλισμένο με ζάχαρη για όλα τα παιδιά. Ξέραμε ότι μετά από αυτό ήταν το τέλος. Πριν τις ειδήσεις του τότε ΡΙΚ, έπρεπε να είμαστε στα μοσχομυρισμένα από γιασεμί σεντόνια μας. Μας σκέπαζες, μας φιλούσες, και το φως έσβηνε.
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Γιατί δεν θυμάμαι να μας χάιδεψες πολύ. Κάποτε περνούσες το χέρι σου πάνω από τα μαλλιά μας όταν φέρναμε καλούς βαθμούς στο διαγώνισμα. Άντε και σε κανένα πάρτι γενεθλίων μας χάιδευες και πάλι το κεφάλι. Πολυχαιδεμμένες δεν υπήρξαμε ποτέ από τα χεράκια σου που ήταν πάντα απασχολημένα και κουρασμένα να μας φροντίζεις όλους. Όμως εγώ το ήθελα. Ήθελα να με παίρνεις αγκαλιά, να με κανακεύεις στα γόνατά σου αλλά ίσως θεωρούσες ότι το να δείχνεις την αγάπη σου σαν αεικίνητη μελισσουλα φροντίζοντας μας, ήταν αρκετό. Δεν ήταν μάνα. Το ήθελα το χάδεμα σου και ας πήγαινα μια μέρα χωρίς κοτσίδες. Μεγάλη ήταν λοιπόν η χαρά μου , όταν πριν λίγες μέρες το κουρασμένο μυαλουδάκι σου, το συγχυσμένο πια, που κάποτε μας αναγνωρίζει και κάποτε μας λέει ασυναρτησίες…άκουσα από τα χείλια σου μια ολόσωστη πρόταση. Δεν πίστεψα στα αυτιά μου. Καθόμασταν στη μικρή αγαπημένη σου βεράντα και με κοιτούσες. Πίναμε καφέ και ξαφνικά άκουσα: Έλα να σε χαϊδέψω κόρη μου!!!! Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένη με έκανες μετά από έξι δεκαετίες.
Πήρες το πρόσωπο μου στα χέρια σου και μου είπες “είσαι η Ρούλα μου”. Μια αναλαμπή στιγμιαία του μυαλού σου μανούλα μου, ήταν το ωραιότερο δώρο που μου χάρισες ποτέ. Σ αγαπώ μάνα μου!!».