Η 5η Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών, είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους που διδάσκουν, εμπνέουν και αγωνίζονται καθημερινά μέσα στις σχολικές αίθουσες. Είναι μια μέρα αναγνώρισης για όσους κρατούν ζωντανή τη φλόγα της γνώσης. Όμως στην Κύπρο, οι εκπαιδευτικοί της Ειδικής Εκπαίδευσης αξίζουν κάτι παραπάνω από έναν απλό έπαινο.
Γιατί διδάσκουν εκεί όπου η υπομονή συναντά την επιμονή, εκεί όπου κάθε μικρό βήμα ενός παιδιού είναι ένα μεγάλο θαύμα. Και το κάνουν συχνά χωρίς τα απαραίτητα μέσα, χωρίς την υποστήριξη που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη. Παρά τις καλές προθέσεις, η πραγματικότητα στα σχολεία ειδικής εκπαίδευσης στην Κύπρο απέχει πολύ από τα ιδανικά που θέτει η UNESCO. Οι λειτουργοί της ειδικής εκπαίδευσης, είτε πρόκειται για ειδικούς παιδαγωγούς, λογοθεραπευτές, σχολικούς ψυχολόγους ή βοηθητικούς συνοδούς, συχνά εργάζονται σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη προσωπικού, καθυστερήσεις στους διορισμούς και ανεπαρκή υποδομή.

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, στην Κύπρο υπηρετούν περίπου 16.000 εκπαιδευτικοί σε όλες τις βαθμίδες. Από αυτούς, περίπου 1.200 εργάζονται στην Ειδική Εκπαίδευση — αριθμός που, όπως επισημαίνουν οι συντεχνίες, δεν επαρκεί για να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών με αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες. Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση των παιδιών που χρειάζονται ειδική στήριξη δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και των πόρων.
Πολλοί από τους ειδικούς εκπαιδευτικούς εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αλλάζοντας σχολεία κάθε χρόνο, χωρίς σταθερότητα ή προοπτική εξέλιξης. Παράλληλα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένας συνοδός καλείται να φροντίσει περισσότερα από ένα παιδιά, ακυρώνοντας στην πράξη την έννοια της εξατομικευμένης υποστήριξης. Όπως αναφέρθηκε πρόσφατα, «πολλοί εκπαιδευτικοί δεν έχουν ούτε τα βασικά μέσα, ούτε την κατάλληλη επιμόρφωση που απαιτείται για να χειριστούν τόσο πολύπλοκες ανάγκες».
Η Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών δεν πρέπει να είναι απλώς μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ακόμα και οι σχολικές εγκαταστάσεις, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είναι πλήρως προσβάσιμες. Υπάρχουν σχολεία χωρίς ράμπες, χωρίς κατάλληλες αίθουσες αισθητηριακής υποστήριξης, και με ελλείψεις σε εξειδικευμένο εξοπλισμό. Η ένταξη παραμένει σε μεγάλο βαθμό «θεωρητική», καθώς η καθημερινότητα πολλών παιδιών με ειδικές ανάγκες εξακολουθεί να καθορίζεται από φυσικά και θεσμικά εμπόδια. Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχουν εκπαιδευτικοί που μένουν — όχι γιατί είναι εύκολο, αλλά γιατί το πιστεύουν. Που γίνονται η φωνή των μαθητών που δεν μπορούν να μιλήσουν, η δύναμη όσων χρειάζονται λίγο παραπάνω χρόνο για να μάθουν. Είναι εκείνοι που προσαρμόζουν τη διδασκαλία, παλεύουν για κάθε μέτρο, επιμορφώνονται μόνοι τους και, πολλές φορές, αγοράζουν με δικά τους χρήματα το απαραίτητο υλικό.

Είναι μια ευκαιρία να αναγνωριστεί στην πράξη ότι η Ειδική Εκπαίδευση δεν είναι «παράρτημα» της γενικής, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η πολιτεία καλείται να εξασφαλίσει επαρκές προσωπικό, σύγχρονες υποδομές, συνεχή επιμόρφωση και ουσιαστική στήριξη για όσους σηκώνουν αυτό το βαρύ, αλλά ευγενές έργο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: