Η γνωστή παρουσιάστρια και δημοσιογράφος Ελίτα Μιχαηλίδου, με ένα μακροσκελή κείμενο, αποχαιρετά τον πατέρα της, εκφράζοντας τον βαθύ πόνο και τη θλίψη της για την απώλειά του. Τα λόγια της διαποτίζονται από αγάπη, αναμνήσεις και μια έντονη αίσθηση νοσταλγίας, αναδεικνύοντας τη μοναδική και ανεξίτηλη σχέση που μοιράζονταν.
Με συναισθηματική φόρτιση, ανατρέχει στις κοινές στιγμές τους, στα ταξίδια, τις φιλοσοφικές συζητήσεις, τις χαρές και τις δυσκολίες που τους έδεσαν. Η περιγραφή της αποκαλύπτει έναν άνθρωπο γεμάτο ζωντάνια, δημιουργικότητα και αγάπη για τη ζωή. Ο πόνος της, αναπόσπαστο κομμάτι της απώλειας, συνυπάρχει με την αγάπη που ο πατέρας της της δίδαξε.
«Και τώρα; Όλα μας τα παραμύθια, όλοι μας οι πύργοι, όλες μας οι μάχες, οι ιστορίες μας, οι ανίκητοι δράκοι, τα δάκρυα, οι ασήκωτες χαρές, όλες μας οι ανείπωτες ιστορίες… στην άκρη.
Γιατί δεν αντέχω να εννοήσω ότι έφυγες.
Εσύ, ο ηθικός αυτουργός της μοίρας μου, ένας Δον Κιχώτης που προστάτευα, ο ήρωάς μου, που λάτρευα. Κανένας δε θα καταλάβει ποτέ αυτήν τη δική μας ιστορία, παπά μου. Ακόμα ούτε και εμείς…
Μαζί γελάμε.
Εσύ κι εγώ γελάμε πολύ. Τσακωνόμαστε πού και πού. Αλλά γελάμε άλλο τόσο. Με παίρνεις τηλέφωνο όταν σε σκέφτομαι.
Ένα μεγάλο ημερολόγιο, μαζί σου, να παίζω και να πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει κανείς, εκτός από εσένα και εμένα.
«Λίγη σημασία έχει πόσα ξέρεις ή πόσα έχεις. Σημασία έχει τι θυμάσαι κι αν ο δίπλα σου το θυμάται κι αυτός: ότι τον αγαπάς τόσο. Ότι τον κρατάς τόσο. Ότι είσαι δίπλα του τόσο. Δεν είναι θέμα νοσταλγίας, αλλά αληθινότητας…»
Μια κοσμική παλάμη που επαληθεύει ατέρμονα τη ζωή μας και ορίζει αλλεπάλληλες, θνησιγενείς φαντασμαγορίες που δεν τις χρειαζόμασταν, παπά μου.
Πού είσαι;
Να ξαναφτιάξουμε την ιστορία όπως θα της έπρεπε από την αρχή;
Δίχως τις θύελλες και τις απουσίες, δίχως τις ψυχρές διάρκειες, δίχως τον πόνο και δίχως τίποτα από όλα αυτά που δεν χωράνε στα παραμύθια που με εκπαίδευες από μικρή.
Χωρούσαν μέσα τους όλα τα επεισόδια και της θύελλας και της γαλήνης. Ένα ταξίδι από αυτά που αγαπούσες, στην άκρη της γης.
Και πιο πέρα.
Σε ήλιο και σε άβυσσο.
Δεν ξέρω αυτό το τοπίο, παπά μου.
Δε ξέρω αυτή τη ζωή. Ούτε αυτή τη διάρκεια.
Πού είσαι να με περπατήσεις μέσα;
Πού είσαι; Αισθάνομαι σαν κοριτσάκι έξι χρόνων… όπως τότε, θυμάσαι;
Σε κρατούσα από τότε, σαν ένα έφηβο παιδί, ήμουν έξι, όχι παραπάνω – και σε πρόσεχα για αιώνες. Αιώνες, παπά μου.
Στη δική μας ζωή – άλλωστε – τη σαν μυθιστόρημα, τη δίχως τέλος, δεν υπήρχε καν αρχή.
Ήσουν η δύναμή μου – ακόμα και τα διαστήματα που αναμετριόταν η δύναμή σου απέναντι στη δική μου δύναμη. Άλλωστε, αυτά με μάθαινες: να είμαι ελεύθερη, ακόμα και όταν δεν μπορούσα ή δεν με άφηνες να είμαι.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Τα ταξίδια μας; Οι δουλειές μας; Τα όνειρά μας…!
Ποτέ, κανείς, τίποτα δε θα καταλάβει για αυτή τη μουσική που συνδέει τους ανθρώπους, όχι από ίδιο αίμα, αλλά από ταυτόσημη ενύπαρξη (να υπάρχεις μέσα στον άλλο από το ατελείωτο, ατέρμονο φως της αγάπης – τόση αγάπη!).
Σερβίρω καφέ, αδειάζω τα τασάκια, σε έχω μαζί μου όλη την ώρα που είσαι μόνος σου. Σε προσέχω σαν έναν ακριβό ιππότη που επέστρεφε πάντα από τη μάχη του. Μια μάχη που δε σταματούσε να δίνει, ακόμα και όταν δεν υπήρχε μάχη!
Είσαι σχεδόν πάντα μέσα σου καλά, ακόμα και όταν δεν είσαι. Ενώ το παιδί μέσα σου φτιάχνει γλυπτά, στέκεις, κοιτάς, χαίρεσαι.
Κάνεις μαζί μου σύντομες φιλοσοφικές συζητήσεις με αιφνίδιους συνειρμούς – ευφυΐα που υπερεκχειλίζει. Καλό γούστο με απλά μέσα. Και νοήματα: πάντα από τη μεριά μιας αξιοπρέπειας.
Ασχέτως των αισθημάτων μου (που είναι πολλά και συγχυσμένα), μου λείπεις!
Ουρλιάζω που δεν μπορώ να σου κρατάω το χέρι και να σε φιλώ στο μέτωπο (όπως το έκανα πάντα) όταν θα βαδίζεις σε άλλη γη… μέσα σε άλλη κατάσταση.
Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται, εν τέλει, παρά μόνο από τον τρόπο που αγαπιόμαστε, παπά μου. Που συμπορευόμαστε…
Τώρα πια, θα είσαι μαζί της.
Σας ονειρεύομαι δίπλα δίπλα: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο πολύ, να συγχωρείστε ο ένας τον άλλο πολύ, και να μου στέλνετε έναν κήπο με γιασεμιά και τριαντάφυλλα – όπως σας θυμάμαι – μέσα στο ΦΩΣ, μέσα στα τραγούδια, μέσα σε γιορτές, μέσα σε χαρές που σας άξιζαν.
Και να μου λέτε μαζί:
“Όλα αυτά συνέβησαν για το τίποτα! Μια φάρσα ήταν, ένα θέατρο για το τίποτα… Κοίτα! Ήταν η αγάπη. Ήταν μεγάλη, τόσο μεγάλη που δεν άξιζε. Αλλά, μαζί. Και τώρα συγχώρεση. Και τώρα ησυχία. Ο κήπος. Οι όμορφες μέρες, το δάσος, το σπίτι. Εμείς”.
Βρήκα, να ξέρεις, αυτή τη φωτογραφία στα λιγοστά της κοσμήματα. Εσύ κι Εκείνη! Τι να σήμαινε;
Και σας αγαπώ τόσοοοο. Και σας προστάτευα τόσοοοο.
Ομίχλες και σκοτάδια, μα και άγριες θάλασσες… προς τι; Και τώρα τι;
Ο θάνατος δεν είναι ποτέ μια εύκολη υπόθεση.
Η Αγάπη. Αχ, η Αγάπη… Διαθλασμένη, μυρωμένη, ανείπωτη, αδιάβαστη, τεράστια Αγάπη.
Αλλά, μια αγάπη με πράξη, με υπέρβαση, με σκοτάδια και φως… μια αγάπη δίχως αρχή και δίχως τέλος.
Και τώρα τι;
Τώρα ποιος;
Και τώρα πού;
Καλή μετάβαση, παπά μου.
Η Παναγία να σου δώσει τον ήλιο που αξίζεις και να σταθείς δίπλα της, με ακούς; Με ακούς; Να της κρατάς το χέρι, να της δώσεις πίσω την τιμή που της αξίζει και αυτή, όλη την ώρα, να σου σκουπίζει τον ιδρώτα. Για χάρη μου. Την απουσία και τα δάκρυα… για χάρη μου.
Μαζί!
Ας είναι ο ήλιος μαζί σας. Αυτός που μου χαρίσατε στο πέρασμά σας, όπου κι αν βρίσκεστε.
Υ.Γ.: Ο πιο δυνατός, ο πιο έξυπνος, ο πιο ικανός, ο πιο πολύπλευρος, ο πιο γεμάτος χρώματα και εντάσεις, ο πιο δημιουργικός, ο για πάντα έφηβος, ο παπάς μου, που προστάτευα. Εσύ!
Υ.Γ.: Να κρατούσαμε μόνο το φως.
Δεν ξέρω πώς ζει κανείς μετά από τόσο πόνο. Επειδή κι αυτός είναι διαφορετικός από ψυχή σε ψυχή, από άνθρωπο σε άνθρωπο, από ιστορία σε ιστορία… Στη δική μου, είναι ταυτισμένος μαζί σου. Και μαζί της. Είναι το άλλο πρόσωπο της Αγάπης: ο Πόνος. Και ήταν πολύς.
Η Αγάπη πολλή.
Μα τόση…»