Τα στοιχεία που έρχονται στη δημόσια σφαίρα δείχνουν μεγάλη διάθεση χρηματοοικονομικών φορέων να επενδύσουν στην «Πράσινη Μετάβαση», απροθυμία να σταματήσουν άμεσα τη χρηματοδότηση των εξορύξεων και μικρή προθυμία να στηριχτούν οι χώρες που αντιμετωπίζουν ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ο Μαρκ Χάρνεϊ, διοικητής για αρκετά χρόνια της Τράπεζας της Αγγλίας, είναι ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για την κλιματική δράση και τα χρηματοοικονομικά. Κοντολογίς είναι αυτός που έχει αναλάβει την εκστρατεία να κινητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι χρηματοοικονομικοί πόροι για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σε αυτό το πλαίσιο ηγείται της Χρηματοοικονομικής Συμμαχίας της Γλασκώβης για τις Μηδενικές Εκπομπές Glasgow Financial Alliance for Net Zero (GFANZ). Αυτή είναι μια συμμαχία των εταιρειών του χρηματοοικονομικού τομέα που έχουν δεσμευτεί ότι θα συνεισφέρουν τα πολύ μεγάλα κεφάλαια που θα απαιτήσει η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Η συμμαχία αυτή περιλαμβάνει διαχειριστές στοιχείων ενεργητικού, ιδιοκτήτες στοιχείων ενεργητικού και τράπεζες. Συνολικά συμμετέχουν περισσότερες από 450 τράπεζες, ασφαλιστές και διαχειριστές κεφαλαίων από 45 χώρες. Στόχος τους να συμβάλουν ώστε σε τρεις δεκαετίες να έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές.
Μέχρι τώρα η συμμαχία αυτή υποστηρίζει ότι έχει καταφέρει να δεσμεύσει ιδιωτικά κεφάλαια ύψους 130 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επενδυτικές τράπεζες συνεισφέρουν τα 57 τρισεκατομμύρια, τα 36 τρισεκατομμύρια έρχονται από τράπεζες και τα 10 τρισεκατομμύρια από ιδιοκτήτες στοιχείων ενεργητικού όπως είναι τα ασφαλιστικά ταμεία. Βεβαίως παρότι τα 100 ή τα 130 τρισεκατομμύρια ακούγονται ως ιδιαίτερα εντυπωσιακά, εντούτοις υπάρχει ένας ορισμένος σκεπτικισμός ως προς το πόσο πραγματικά είναι αυτή τη στιγμή.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια δέσμευση που είναι δεν είναι αυστηρή και κυρίως κοιτάζει προς το μέλλον. Δηλαδή, αποτυπώνει περισσότερο έναν στόχο που πρέπει να επιτευχθεί παρά μια δεδομένη πραγματικότητα. Γι’ άλλωστε και ακόμη και σήμερα η Πράσινη Μετάβαση αφορά ένα ποσοστό και μόνο των κεφαλαίων που δεσμεύουν οι μεγάλες χρηματοοικονομικές εταιρείες. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα αφορά τη χρηματοδότηση των έργων που αφορούν τα ορυκτά καύσιμα: εξορύξεις, κατασκευή νέων εργοστασίων, αγωγοί αερίου, νέες εγκαταστάσεις αποθήκευσης αερίου και πετρελαίου. Η συμμαχία της οποίας ηγείται ο Κάρνεϊ στη διακήρυξή της αποφεύγει να πάρει θέση σε αυτό το θέμα. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή χρηματοοικονομικές εταιρείες εμπλέκονται σε ένα μεγάλο φάσμα χρηματοδοτήσεων πρότζεκτ που αφορούν τα ορυκτά καύσιμα. Όμως, αρκετοί από όσους ασχολούνται με την κλιματική αλλαγή υποστηρίζουν ότι μόνο όσοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί έχουν δεσμευτεί ότι δεν θα υποστηρίξουν άλλα πρότζεκτ στα ορυκτά καύσιμα μπορούν πραγματικά να θεωρηθεί ότι συμβάλλουν στην Πράσινη Μετάβαση.
Όπως αποκάλυψαν πριν από μερικές εβδομάδες οι Financial Times, αρχικά στο πλαίσιο της όλης πρωτοβουλίας και στη βάση των αναλύσεων που είχε κάνει ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) είχε τεθεί το αίτημα προς τις τράπεζες να δεσμευτούν ότι θα σταματήσουν από αυτή τη χρονιά να χρηματοδοτούν όλα τα νέα σχέδια που αφορούν την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου και γαιάνθρακα. Η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας ορίζει ένα ιδιαίτερα σαφές πλαίσιο βημάτων για να επιτευχθεί ο στόχος των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Και για το 2021 οι δύο στόχοι που αποτυπώνονται είναι πολύ συγκεκριμένοι:
– Κανένα νέο κοίτασμα πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν εγκρίνεται για ανάπτυξη, κανένα νέο ορυχείο γαιάνθρακα ή επεκτάσεις ορυχείων
– Κανένα νέο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας με χρήση γαιάνθρακα.
Οι τραπεζίτες λένε ότι προτιμούν να συμμορφωθούν περισσότερο με τις συστάσεις του Διακυβερνητικού Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), που συγκεντρώνει το επιστημονικό δυναμικό που κάνει σήμερα τις βασικές προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή και είναι οργανισμός του ΟΗΕ. Και όντως το IPCC κυρίως εκθέτει σενάρια εκτιμήσεων για το πώς κινηθούν τα πράγματα ανάλογα με το πόσο θα μειωθούν οι εκπομπές αερίων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή, αποφεύγοντας να απαιτεί δεσμεύσεις όπως η απαγόρευση εδώ και τώρα των νέων επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα.
Βεβαίως αυτό αποτυπώνει τις διαφορές ανάμεσα στους δύο οργανισμούς: Το IPCC είναι κατά βάση ένα πάνελ επιστημόνων που εξετάζουν πολύ συστηματικά τάσεις και κάνουν προβλέψεις τις οποίες μάλιστα παρουσιάζουν ανάλογα με το βαθμό βεβαιότητας που έχουν και με βάση τη συναίνεση μεταξύ των ειδικών. Αντίθετα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ασχολείται πολύ πιο συγκεκριμένα με τους όρους παραγωγής ενέργειας και άρα μπορεί να έχει πολύ πιο συγκεκριμένες συστάσεις για το ποια βήματα πρέπει να γίνουν το επόμενο διάστημα.
Η αντιπαράθεση αντανακλά και ένα από τα ανοιχτά προβλήματα σε σχέση με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παρότι όλοι συμφωνούν ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος έπρεπε να είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν, την ίδια στιγμή όλες οι συμφωνίες που διατυπώνονται – και παρουσιάζονται ως «αποφασιστικά βήματα» – στηρίζονται στην λογική ότι πρώτα θα επιτραπεί ένας τελευταίος μεγάλος γύρος χρήσης (και επένδυσης) στα ορυκτά καύσιμα και μετά θα ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία.
Πηγή:in.gr
.