H συμπεριφορά ορισμένων ανθρώπων μετά το γρήγορο διαγνωστικό τεστ κοροναϊού ενέχει κινδύνους, απαιτείται εγρήγορση, σύμφωνα με την Ούτε Τάιχερτ, την πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Ένωσης Ιατρών του δημόσιου τομέα στην Γερμανία.
«Χρησιμοποιούμε αυτά τα γρήγορα διαγνωστικά τεστ τώρα μαζικά, αλλά οι πολίτες δεν έχουν ενημερωθεί για τις συνέπειες και τη σωστή συμπεριφορά που πρέπει να έχουν στη συνέχεια. Ο ιός εξαπλώνεται και δεν μπορούμε πλέον να καταλάβουμε πώς. Βλέπω ένα κίνδυνο στο θέμα αυτό. Πρέπει να δούμε το θέμα των διαγνωστικών τεστ με μια άλλη, πολύ κριτική ματιά», δήλωσε η Τάιχερτ στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa).
«Έχω δει πολλές φορές ανθρώπους, των οποίων τα αποτελέσματα είναι θετικά, να είναι στη συνέχεια εξαιρετικά ανασφαλείς και αντί να απομονωθούν αμέσως, πηγαίνουν προηγουμένως να προμηθευτούν περισσότερα τεστ, επειδή δυσπιστούν ως προς το πρώτο αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν όμως να διαδώσουν περαιτέρω τον ιό. Επίσης, διαπίστωσα ότι άτομα, που έχουν έρθει σε επαφή με άλλα μολυσμένα άτομα, έκαναν μετά ένα γρήγορο διαγνωστικό τεστ και αφού το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, πίστευαν ότι δεν έπρεπε να κάνουν τίποτα άλλο πλέον. Έτσι, πολλοί μολυσμένοι άνθρωποι διαφεύγουν από το ραντάρ μας. Στην περίπτωση όμως των αρνητικών αποτελεσμάτων του διαγνωστικού τεστ, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι το αποτέλεσμα ισχύει μόνο για μερικές ώρες. Γι’ αυτό και οι προτεινόμενες οδηγίες συμπεριφοράς, έπειτα από αυτά τα τεστ, θα πρέπει να γίνουν πιο γνωστές».
Το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ (RKI) έχει επανειλημμένα τονίσει ότι μετά το αρνητικό αποτέλεσμα ενός διαγνωστικού τεστ, δεν πρέπει κανείς να έχει την λανθασμένη βεβαιότητα ότι δεν χρειάζεται να συνεχίζει να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα. Είναι πολύ πιθανό ένα άτομο, του οποίου το τεστ ήταν αρνητικό σήμερα, αν κάνει το γρήγορο διαγνωστικό τεστ την επόμενη ημέρα, το αποτέλεσμα να είναι θετικό, σύμφωνα με δημοσίευση του RKI στο τέλος Φεβρουαρίου σχετικά με τους αυτοδιαγνωστικούς ελέγχους. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, συνιστάται η απομόνωση στο σπίτι και η τηλεφωνική επικοινωνία με τον οικογενειακό γιατρό ή ένα κατάλληλο κέντρο διαγνωστικών τεστ, προκειμένου να γίνει το μοριακό τεστ PCR, ώστε να επιβεβαιωθεί ή όχι εάν έχει μολυνθεί από τον κοροναϊό.
Πηγή:in.gr