Ο συμπατριώτης μας, ιατρός Κυριάκος Γιάγκου έτρεξε ακόμη ένα μαραθώνιο αυτό της Γενεύης, στην Ελβετία για να μαζέψει χρήματα για το Ίδρυμα Αλκίνοος Αρτεμίου.
Σε ανάρτησή του, ο ιατρός εξηγεί τους λόγους για τη απόφαση του για να λάβει μέρος σε αυτή την αθλητική διοργάνωση.
«Έλαβα μέρος για άλλη μια φορά σε μαραθώνιο, στην αθλητική προσπάθεια εκείνη που φέρνει τον άνθρωπο εγγύτερα στα όριά του. Προσπάθεια που έγινε πιο επίπονη από τους 30 βαθμούς θερμοκρασία και την πολύ ψηλή υγρασία. Που ανάγκασε πολλούς δρομείς να εγκαταλείψουν και άλλους πολλούς να υποστούν θερμοπληξία.Και για μένα εξίσου δύσκολο και επίπονο αλλά όχι ικανό να με κάνει να διακόψω. Όχι ικανό να με κάνει να πω δεν μπορώ άλλο…Γιατί κάθε φορά υπάρχουν λόγοι που με κάνουν να μη σταματώ, να μη λυγίζω, να μη πτοούμαι, να μην υποκύπτω. Πολλοί λόγοι, ουσιαστικοί λόγοι, σοβαροί λόγοι…Ήταν και αυτή τη φορά το σήμα που φορούσα στην καρδιά. Το σήμα της αγαπημένης μου Ανόρθωσης. Το σήμα που συμβολίζει τον αέναο αγώνα, τη διαρκή προσπάθεια, την αδιάλειπτη πίστη. Ανήκω στο τμήμα δρομέων του ιστορικότερου συλλόγου. Πώς θα μπορούσα να εγκαταλείψω…?Ήταν και αυτή τη φορά ο Αλκίνοος και η Χριστίνα.
Ανθρώπινες παρουσίες που στο σύντομο διάβα τους από τη ζωή έδειξαν τι σημαίνει αγώνας και πίστη και αισιοδοξία. Και προσφορά… Έτρεξα, και μάζεψα χρήματα για τα ιδρύματα Αλκίνοος Αρτεμίου για παιδιά με ογκολογικές παθήσεις και Χριστίνα Α. Αποστόλου για παιδιά με χρόνιες παθήσεις. Ευχαριστώ τον Αρτέμη Αρτεμίου και τον Ανδρέα Απόστολου για την τιμή και την ευκαιρία να συμβάλω με την προσπάθειά μου στις δράσεις των ιδρυμάτων τους. Κάθε προσπάθεια που κάνουμε πρέπει τουλάχιστον να αφήνει ένα θετικό αποτύπωμα στην κοινωνία μας. Πώς θα μπορούσα να εγκαταλείψω…?Ήταν η αφιέρωση του φετινού μαραθωνίου της Γενεύης στους πρόσφυγες. Τους κυνηγημένους, τους κατατρεγμένους, τους ανέστιους. Και παρόλο που στις μέρες μας η προσφυγιά και η στήριξή της πανευρωπαϊκά και διεθνώς έχει γίνει μόδα (ας είναι, έστω..) έτρεξα για την προσφυγιά όπως την βίωσα και τη βιώνω εγώ, μέσα από το βλέμμα της μάνας μου όταν μιλά για το κατεχόμενο χωριό της, το δάκρυ του πατέρα μου όταν μιλά για τα ακαλλιέργητα χωράφια μας και το πρόωρα ρυτιδωμένο μέτωπο των παππούδων μου που έφυγαν αφέντες από τον τόπο τους στην Αμμόχωστο για να σβήσουν χρόνια μετά σε ένα σπιτάκι στο Στρόβολο.
Πως θα μπορούσα να εγκαταλείψω…; Ήταν και αυτή τη φορά οι δικοί μου άνθρωποι. Οι αγαπημένοι μου. Που έζησαν βήμα το βήμα την προετοιμασία μου, βήμα το βήμα τη διαδρομή μου. Βήμα το βήμα τη μάχη μου. Αλλά κι εγώ πήρα από αυτούς αφειδώλευτα ενδιαφέρον, αγάπη, κίνητρο, έμπνευση. Κύριε Γρήγορη, παπά μου, μαχητή μου, η προσπάθειά μου είναι ολόκληρη για σένα. Πως θα μπορούσα να εγκαταλείψω..;
Ήταν κι αυτή τη φορά ο Τάσος και ο Σολωμός. Τρέχω πάντοτε με το μαντήλι της πρωτοβουλίας μνήμης τους στο κεφάλι. Δεν θα κουραστώ να λέω ότι αν υπάρχει μια πράξη στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας που αφίσταται των ορίων της ανθρώπινης φύσης σωματικά και ψυχικά είναι η πράξη της θυσίας των ηρωομαρτύρων της γης της Αμμοχώστου. Μια ελάχιστη ποσότητα αναλογίας, μια ασημαντότητα αντιστοιχίας σε αυτό το μεγαλείο, είναι και η προσπάθεια που καταβάλλει κάποιος στο μαραθώνιο. Πως θα μπορούσα να εγκαταλείψω…?Ήταν και αυτή τη φορά ο τερματισμός. Αυτό το υπέροχο συναίσθημα ολοκλήρωσης μιας κοπιώδους προσπάθειας. Το συναίσθημα ολοκλήρωσης ενός μεγάλου αγώνα. Όχι για μένα… Κάθε μαραθώνιος στον οποίο συμμετέχω, παρόλο τον τερματισμό, μου αφήνει μια αίσθηση ημιτέλειας, μια αίσθηση μη ολοκλήρωσης. Γιατί στη ψυσιή μου τερματίζω πάντα Βαρώσι. Πάντα Βαρώσι και μόνο Βαρώσι… Πως θα μπορούσα να εγκαταλείψω…; Ετρεχα, τρέχω και θα τρέχω για 1911 λόγους».