ΓΡΑΦΕΙ: O Παπα – Ράτσης
Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: η έννοια της προσβολής είναι μία ανοησία. Ένα ανυπόστατο αξίωμα που απλώς θέτει όρια κατά το δοκούν ή κατά το επιθυμητό. Η προσβολή είναι το απόλυτο εργαλείο χειραγώγησης
στα χέρια όσων θεωρούν ότι κατέχουν το δίκαιο των πιστεύω τους. Αν χτυπήσεις έναν άνθρωπο με ένα ρόπαλο στο κεφάλι, θα τον τραυματίσεις. Μπορεί και να τον σκοτώσεις. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την προσβολή που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι. Η προσβολή είναι το εξής: Ένας άνθρωπος κρατά το ρόπαλο στα χέρια του και το ανεμίζει. Εσύ πας και βάζεις το κεφάλι σου από κάτω και μετά σφαδάζεις από τον πόνο.
— Μα γιατί κάνεις έτσι;
— Με χτύπησε με το ρόπαλο.
— Μα δεν σε χτύπησε· εσύ μπήκες στην τροχιά του ροπάλου.
— ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ: ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΑ ΡΟΠΑΛΟ.
Αυτό είναι η προσβολή. Και μου πήρε τόσες λέξεις να διευκρινίσω την
έννοια, ώστε να γίνει πιο σαφές το παρακάτω: Ένας άνθρωπος, λοιπόν, ένας καλλιτέχνης, προγραμμάτισε μία έκθεση σε μία γκαλερί. Δεν πρόκειται να αναλωθούμε σε όσα αποπροσανατολίζουν από τα σημαντικά. Δηλαδή: δεν μας νοιάζει αν τα έργα του τα βρίσκουμε καλαίσθητα, αριστουργήματα, εκτρώματα ή παντελές ξόδεμα μπογιάς. Το αν μας αρέσουν ή όχι αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο συζήτησης, την οποία ευχαρίστως να την κάνουμε — αλλά κάποια άλλη στιγμή.

Ο άνθρωπος αυτός, ο Γιώργος Γαβριήλ, είναι ζωγράφος, καλλιτέχνης και, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, έχει το δικαίωμα να εκφραστεί μέσα από την τέχνη του, Ο,ΤΙ κι αν αυτή πραγματεύεται, ΕΚΤΟΣ αν χρησιμοποιεί την τέχνη για να αρθρώσει ρητορική μίσους, προτροπή σε βία ή κάτι που απτά μπορεί να προκαλέσει κακό σε κάποιον άλλον άνθρωπο.
Και νιώθω άβολα που αυτές οι διευκρινίσεις είναι απαραίτητες. Άβολα, μουδιασμένος, πολύ προβληματισμένος και — για μία ακόμη φορά — απογοητευμένος. Το «εξοργισμένος» έρχεται τελευταίο. Για άλλη μία φορά, λοιπόν, μέρος της κοινωνίας εξέφρασε αρχικά μέσω των social τον αποτροπιασμό του για τα έργα του κ. Γαβριήλ, διότι αγγίζουν θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Αλλά αυτό που κυρίως ενοχλεί είναι τα θρησκευτικά θέματα.
Και ξέρεις τι; Πολύ καλά κάνει αυτή η μερίδα συμπολιτών μας. Αφού ΔΕΝ τους αρέσει η αισθητική του καλλιτέχνη και θεωρούν τα έργα του εκτρώματα, έχουν κάθε δικαίωμα να εκφραστούν και να τα χαρακτηρίσουν όπως επιθυμούν.

Ναι, υπάρχουν εκφράσεις στα ΜΚΔ που δεν τις λες ούτε εποικοδομητική κριτική ούτε κομψή τοποθέτηση. Αλλά αλίμονο: ποιοι είμαστε εμείς που θα θέσουμε όρια στην κριτική των ανθρώπων; Θα ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΟΥΜΕ στον κόσμο να εκφραστεί; ΟΧΙ, βέβαια. Θα προσπεράσω τις κατάρες για θανάτους και καρκίνους προς τον
καλλιτέχνη και δεν θα τις συμπεριλάβω στην κριτική της …εβδομάδας για το έργο του, αλλά σε κάτι άλλο, πιο βαθύ, πιο προβληματικό και πιο θλιβερό. Και πάλι όμως: τι να κάνεις; Θα εγκαταστήσεις ενσυναίσθηση και
παιδεία στον καθένα ξεχωριστά; Δεν γίνεται.
ΟΜΩΣ: από το να κρίνεις και να απορρίπτεις τα έργα ενός καλλιτέχνη μέχρι να απαιτείς τη ματαίωση της έκθεσής του επειδή «προσβάλλει» εσένα και τη θρησκεία σου, υπάρχει ένα χάσμα. Ένα χάσμα που μυρίζει από χιλιόμετρα φασιστική αντίληψη.
Πρωτοστάτης, ο αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ σήκωσε το λάβαρο της αγανάκτησης: χαρακτήρισε το έργο «ωμή βλασφημία» και καταλόγισε ευθύνη όχι μόνο στον καλλιτέχνη, αλλά και σε όσους το παρουσιάζουν (τη γκαλερί) και σε όσους το στηρίζουν (δηλαδή σε όσους θα πήγαιναν να το δουν). ΠΡΟΣΕΞΕ: δεν κατηγορείται μόνο ο δημιουργός, αλλά και ο θεατής. Αυτό είναι το κλασσικό φύτεμα τύψεων μαζί με τον σπόρο του φόβου.

Σου θυμίζει τίποτα; Θα γουργουρίζουν με ικανοποίηση τα κόκαλα των κατά καιρούς «πατριωτών» σε τόσες χώρες — συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας — που έκαιγαν βιβλία στις πλατείες. Στη συνέχεια πήραν σειρά το ΕΛΑΜ (αλίμονο), η Πρόεδρος της Βουλής, το ΔΗΚΟ, ο Δήμαρχος Πάφου, ο κ. Φαίδωνος και άλλοι. Και εδώ έρχεται το κλειδί της υπόθεσης: Τι ζήτησαν όλοι αυτοί; Είπαν απλώς ότι δεν θα επισκεφθούν την έκθεση επειδή τη βρίσκουν κακόγουστη ή άτεχνη; Όχι. Απαίτησαν, έμμεσα και άμεσα, να μη πραγματοποιηθεί.
Και έτσι έγινε. Η έκθεση ματαιώθηκε επειδή κάποιοι προσβλήθηκαν. Σε ένα κοσμικό κράτος, όπου η θρησκεία και η πίστη είναι — ή θα έπρεπε να είναι — προσωπική υπόθεση, αποδεικνύουμε για άλλη μία φορά πόσο κοντά βρισκόμαστε σε θεοκρατικά καθεστώτα, όπου οι ελευθερίες δεν είναι αυτονόητες και οι κανόνες δεν τίθενται από ανθρώπους, αλλά από τον θεό κάποιων ανθρώπων.
Η Blue Iris Gallery ματαίωσε την έκθεση. Δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι έμαθε μόλις χθες το περιεχόμενο των έργων. Ήξερε. Αλλά υπέκυψε στις πιέσεις και στις αόριστες, πλην υπαρκτές, απειλές της
περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Δημοσιοποίησε και την απαραίτητη απολογητική ανακοίνωση, ζητώντας συγγνώμη αν η διοργάνωση προσέβαλε κάποιους, δηλώνοντας ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεσή της και ότι δεν επιθυμεί να γίνει αγωγός περαιτέρω έντασης.

Και εμείς επιστρέψαμε, για ακόμη μία φορά, στον ρόλο του θεατή του ίδιου έργου — αιώνες τώρα. Η τέχνη δεν είχε ποτέ σκοπό να καθησυχάζει την πίστη. Η τέχνη υπήρχε πάντα για να ταράζει τη βεβαιότητα. Και για να το κάνει αυτό, χρειάζεται αέρα να αναπνεύσει, όχι μαντήλια με χλωροφόρμιο για να την υπνωτίζουν.
Η πίστη, από τη φύση της, δεν μπορεί να ζητά λογοκρισία. Όταν η πίστη ζητά λογοκρισία, μετατρέπεται αυτόματα σε εξουσία. Και η πίστη με την εξουσία είναι έννοιες αταίριαστες μεταξύ τους — δεν νομίζετε; Αν έπρεπε κάπου να τελειώνει η ελευθερία ενός καλλιτέχνη, αυτό δεν είναι στις θιγμένες συνειδήσεις, αλλά εκεί όπου αρχίζει η βία. (Οι συνειδήσεις ορισμένων, εδώ που τα λέμε, έχουν πολύ πιο σοβαρούς λόγους να νιώθουν θιγμένες.) Αν απαγορεύσουμε μία έκθεση επειδή δεν μας αρέσει αυτό που παράγει ο δημιουργός της, η πράξη αυτή δεν υπερασπίζεται αξίες· ξεμπροστιάζει ανασφάλειες.
Κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να επισκεφθεί τη γκαλερί και να δει τα έργα του Γαβριήλ. Αλλά σε όσους δεν θέλουν να πάνε, αυτό δεν τους αρκεί: θέλουν να μην πάνε ούτε οι άλλοι. Και να ρωτήσω, για ακόμη μία φορά:
Σου θυμίζει τίποτα όλο αυτό;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:


