Η 34χρονη Iωάννα Παλιοσπύρου, που έπεσε θύμα επίθεσης με βιτριόλι περιγράφει τις μέρες της στο νοσοκομείο αλλά και τη δύσκολη στιγμή που είδε πρώτη φορά τα καμένα ρούχα της. Η άτυχη γυναίκα περιγράφει με λεπτομέρεια, τι συνέβηκε τη μοιραία μέρα της επίθεσης μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε πια στο νοσοκομείο.
Στην συγκλονιστική συνέντευξή της που εξασφάλισε αποκλειστικά το περιοδικό ΟΚ! Ελλάδος και κυκλοφορεί εκτάκτως με τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» περιγράφει πώς έπεσε θύμα της δολοφονικής επίθεσης από μια άλλη γυναίκα.
«Ήταν πρωί και μόλις είχα φτάσει στο γραφείο. Τη στιγμή που μπήκα στην είσοδο συνέβη ό,τι συνέβη. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι αυτή η έντονη, βαριά χημική μυρωδιά όταν έπεσε πάνω μου, στο πρόσωπό μου, ένα παχύρρευστο υγρό. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κάποιο οξύ. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αφόρητο πόνο που ένιωσα και τον μεγάλο πανικό που με κατέβαλε. Είχα την αίσθηση πως εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω, πως φεύγει η ζωή μου και ένιωθα αβοήθητη και ανήμπορη. Έφυγα ουρλιάζοντας, ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια και πήγα ενστικτωδώς μέχρι το απέναντι φαρμακείο. Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Πιστεύω ότι λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης. Έχουν χαραχτεί στο μυαλό μου οι τρομαγμένες εκφράσεις των ανθρώπων στο φαρμακείο. Δεν τολμούσε να με ακουμπήσει κανείς. Πάγωσαν, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Φώναζα «Βοηθήστε με, καίγομαι, πεθαίνω». Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να αντέξω, να παλέψω για να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Μέσα στον πανικό μου, έναν πρωτόγνωρο πανικό και απελπισία, ένιωθα πως είμαι η μόνη που μπορούσα να με βοηθήσω. Η φαρμακοποιός με γνώριζε, ψώνιζα κάποιες φορές από εκεί, έτσι από το φαρμακείο κάλεσαν συνεργάτες μου στην εταιρεία και εκείνοι με πήγαν στο Metropolitan».
Η Ιωάννα αποκαλύπτει ότι δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι είχε συμβεί… «Δεν είχα καταλάβει καθόλου τι μου έχει συμβεί… πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Είχα αντιληφθεί πως μου είχαν ρίξει κάτι καυστικό και προσπαθούσα απλά να μη χάσω τον εαυτό μου, να μη χάσω το μυαλό μου, να μη χάσω επαφή με το περιβάλλον και να κατανοήσω τι γίνεται. Είχα μόνο ερωτηματικά. Ποιος; Γιατί; Μετά το ατύχημα με είχαν πάει στο Metropolitan αλλά την επόμενη μέρα με μετέφεραν στο Λάτσειο Κέντρο Εγκαυμάτων στο Θριάσιο. Εκεί από την πρώτη στιγμή βρέθηκε κοντά μου η γιατρός μου, η κυρία Καλοφώνου.Ένιωθα μπερδεμένη. Αναρωτιόμουν μήπως κάτι άλλο εννοεί η γιατρός μου με αυτά που μου λέει. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να είμαι συνεργάσιμη, να είμαι καλή ασθενής, να μην εξωτερικεύω την αγωνία και τον πόνο μου, με την ελπίδα πως σε λίγες μέρες θα έκανα την ίδια ερώτηση και θα έπαιρνα μια καλύτερη, πιο αισιόδοξη απάντηση».
«Η κυρία Καλοφώνου είναι πάντα λιγομίλητη. Στις πρώτες μας συζητήσεις, πήρα μια βαθιά ανάσα και βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω όλα αυτά που στριφογυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου. Η ερώτηση ήταν: Τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί, αν θα κάνω κάποιο χειρουργείο και πότε θα μπορέσω να πάω στο σπίτι μου. Μέχρι τότε πίστευα αφελώς πως σε 2-3 εβδομάδες θα γίνω καλά και θα βγω, δεν είχα καμία εικόνα της πραγματικότητας. Θυμάμαι πως μου είπε: «Αυτό που έχεις πάθει είναι πολύ σοβαρό, αυτό που σου έκαναν είναι πολύ κακό. Εγώ δεν είμαι εδώ για να εξετάσω το πώς και το γιατί συνέβη, εγώ είμαι εδώ για να γίνεις καλά. Θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και να προετοιμαστείς για πολλά χειρουργεία». Στα λόγια της αυτά, θυμάμαι, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα τι έχω πάθει και χρειάζομαι τόσο πολλά χειρουργεία…
Αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν να έχω ενοχλήσει κάποιον χωρίς να το έχω καταλάβει, ώστε να με μισεί τόσο που να με κυνηγά με μανία, ξανά και ξανά, για να με σκοτώσει. Δεν έβγαινε νόημα. Ένιωσα πως χάνω τη λογική μου και τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως ή έχω τρελαθεί και δεν μου το λένε ή πως όλοι οι άλλοι είναι τρελοί. Μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ίσως μου έχουν στήσει μια καλοστημένη φάρσα και παρακαλούσα κάποιος να βγει και να πει πως είναι όλα ψέματα… Επειδή το αριστερό μου μάτι ήταν σοβαρά τραυματισμένο και δεν είχα καλή όραση, με είχαν συμβουλεύσει οι γιατροί να κρατώ όσο μπορώ κλειστά τα μάτια μου για να επουλωθεί η ουλή από το έγκαυμα. Έτσι, δεν είχα καθαρή εικόνα του ευρύτερου χώρου όπου βρισκόμουν. Σκεφτόμουν, λοιπόν, μήπως δεν ήμουν στο Λάτσειο, όπως μου έλεγαν, αλλά με είχαν φέρει σε ψυχιατρική κλινική και μου το έκρυβαν. Όταν κάποια στιγμή ήρθε να με πάρει ο τραυματιοφορέας μου, ο Μιχάλης, να με μεταφέρει στην οφθαλμολογική κλινική για να με εξετάσουν, όπως ήμουν στο καροτσάκι, εξουθενωμένη και με θολή όραση, προσπαθούσα σε πόρτες, διαδρόμους και ασανσέρ να δω και να ελέγξω τις ταμπέλες για να επιβεβαιώσω πως όντως είμαι σε νοσοκομείο – και όταν είδα μια σχετική επιγραφή ένιωσα μεγάλη ανακούφιση».