Η αφήγηση της σκηνοθέτιδας Αλεξίας Παπαλαζάρου δεν είναι απλώς μια μαρτυρία για τη μάχη της με τον καρκίνο. Είναι μια ωδή στη ζωή, στη δύναμη της ψυχής, στη θέληση να προχωράς, ακόμα κι όταν το σώμα σου προδίδεται. Η Αλεξία Παπαλαζάρου, μια γυναίκα που έδωσε τη δική της μάχη με τον καρκίνο, δεν ζήτησε ποτέ οίκτο. Ζήτησε μόνο αξιοπρέπεια. Και δυστυχώς, η αξιοπρέπεια δεν εξασφαλίζεται από το κράτος, αλλά από όσους πραγματικά νοιάζονται.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ
Η μεγαλύτερη της ανάγκη; Κατ’ οίκον φροντίδα. Να μην χρειάζεται να υποβάλλεται σε ατελείωτες μετακινήσεις για θεραπείες και φροντίδα, όταν το σώμα της δεν άντεχε άλλο. Να μην αισθάνεται ότι είναι απλώς ένας αριθμός σε μια λίστα αναμονής. Ότι πρέπει να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο, αλλά και με τη γραφειοκρατία, την κρατική αδιαφορία, τη γενική απροθυμία να στηριχθούν οι ογκολογικοί ασθενείς στις πιο δύσκολες στιγμές τους.
Σύμφωνα με αυτά που δήλωσε και αναδημοσίευσαν σχεδόν όλες οι ιστοσελίδες – πρώτα ο Φιλελεύθερος σε ρεπορτάζ της Δέσποινας Ψύλλου – η Αλεξία Παπαλαζάρου βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα σύστημα που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών. Εκεί που το κράτος έκλεισε τα μάτια, ένας οργανισμός στάθηκε δίπλα της: ο ΠΑΣΥΚΑΦ. Οι εθελοντές, οι νοσηλευτές, οι λειτουργοί του, άνθρωποι με ψυχή, ανέλαβαν αυτό που έπρεπε να κάνει το κράτος.Ο καρκίνος δεν ήρθε μία φορά, αλλά ξανά και ξανά. Στήθος, πνεύμονες, εγκέφαλος. Εκεί που νομίζεις πως έχεις κερδίσει, έρχεται μια νέα διάγνωση. Και όμως, η Αλεξία δεν σταμάτησε να ζει, να διδάσκει, να δημιουργεί. Να μαθαίνει στους γύρω της ότι ακόμα και το «θηρίο» μπορεί να γίνει συνοδοιπόρος.
Η πιο συγκλονιστική στιγμή δεν ήταν η διάγνωση. Δεν ήταν οι ώρες της χημειοθεραπείας, οι ακτινοβολίες, το μπαστούνι που έγινε προέκταση του σώματός της. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να πει την αλήθεια στην τότε 12χρονη κόρη της. Πώς λες σε ένα παιδί ότι η μαμά του έχει καρκίνο; Ότι μπορεί να μην είναι πάντα εκεί; Η σιωπή της κόρης της, τα μάτια γεμάτα δάκρυα, η σπαρακτική ερώτηση: «Μαμά, θα πεθάνεις;»
Και εκείνη, χωρίς να έχει όλες τις απαντήσεις, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θα συμβεί, υποσχέθηκε. «Δεν θα πεθάνω. Θα συνεχίσω να σε πρήζω, να σου μουρμουρώ». Μια υπόσχεση που κράτησε με όλη της τη δύναμη.Η Αλεξία Παπαλαζάρου μίλησε και για την κρατική αδιαφορία. Ζήτησε κάτι απλό: κατ’ οίκον φροντίδα. Να μην αναγκάζονται οι ογκολογικοί ασθενείς να ταλαιπωρούνται για το αυτονόητο. Να μην περιμένουν με έναν αριθμό ταυτότητας στην οθόνη, σαν να είναι απλώς ένας ακόμη φάκελος στο σύστημα υγείας.
Μέσα από την αρρώστια, η Αλεξία έμαθε να βλέπει. Όχι επιφανειακά, αλλά βαθιά. Τα ηλιοβασιλέματα έγιναν πιο ζωντανά. Τα μικρά λουλούδια στις ρωγμές των δρόμων απέκτησαν σημασία.
Το κράτος οφείλει να βλέπει τους ασθενείς σαν ανθρώπους, όχι σαν στατιστικά στοιχεία. Να επενδύει όχι μόνο σε νοσοκομεία, αλλά και σε αξιοπρέπεια. Μέσα από την αρρώστια, η Αλεξία έμαθε να βλέπει. Όχι επιφανειακά, αλλά βαθιά. Τα ηλιοβασιλέματα έγιναν πιο ζωντανά. Τα μικρά λουλούδια στις ρωγμές των δρόμων απέκτησαν σημασία. Η αγκαλιά των ανθρώπων έγινε πιο ζεστή. Η ιστορία της δεν είναι μόνο για όσους δίνουν μάχη με τον καρκίνο. Είναι για όλους μας. Για να θυμόμαστε ότι η ζωή δεν είναι δεδομένη. Ότι οι σχέσεις μας, οι στιγμές μας, η ίδια η ύπαρξή μας έχουν αξία τώρα – όχι αργότερα.
Όπως λέει η ίδια: «Θέλει αρετή και τόλμη ο καρκίνος. Θέλει να ξαναδείς τη ζωή μέσα από άλλα φίλτρα. Και την βλέπεις».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: