Με την πένα του, ο Νεκτάριος Μαρκέτος μάς προσγειώνει απότομα – αλλά αληθινά. Ξεκινώντας από τις διεθνείς λίστες ευτυχίας, καταλήγει στην καρδιά της κυπριακής καθημερινότητας, εκεί όπου το «σαν την Κύπρο δεν έχει» παύει να είναι κομπλιμέντο και γίνεται σχόλιο με νόημα. Χιούμορ, πικρία και αλήθειες που δύσκολα ακούγονται – όλα μαζί σε ένα κείμενο…
Στο άρθρο του, με τίτλο «Για ποια ευτυχία μου μιλάς;», αναδεικνύει τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας που επαναπαύεται στο «σαν την Κύπρο δεν έχει», την ώρα που παλεύει καθημερινά με την ακρίβεια, τη γραφειοκρατία και την έλλειψη προοπτικής.
«Σαν την Κύπρο δεν έχει», αντίστοιχα, οι βορειοελλαδίτες καμαρώνουν για τη Χαλκιδική, για διαφορετικούς λόγους. Το λένε κάθε φορά οι απόδημοι φίλοι που έρχονται για διακοπές και μόλις προσγειωθούν στην υγρασία και στον ήλιο, ξεχνούν για λίγο ότι ζουν σε χώρες όπου το κράτος λειτουργεί, οι μισθοί φτάνουν, τα νοσοκομεία δουλεύουν και οι δημόσιες υπηρεσίες σέβονται τον πολίτη. Το πετάνε σαν ατάκα και φεύγουν. Εμείς όμως εδώ ζούμε κάθε μέρα από καθαρή τύχη. Και δεν έχει πια καμία πλάκα.

Ακόμη και οι κατατάξεις τύπου World Happiness Report, που κάθε χρόνο παρουσιάζουν τις πιο «ευτυχισμένες χώρες του κόσμου», ίσως θα έπρεπε να μιλούν για τις πιο «ευημερούσες» χώρες, όπως προτείνει και το Oxford University’s Wellbeing Research Centre, που επιμελείται τη σχετική έκθεση. Αυτό ακριβώς έχουν καταφέρει οι Σκανδιναβοί, που σταθερά βρίσκονται στην κορυφή της παγκόσμιας λίστας ευτυχίας, χάρη στην ποιότητα των δομών υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής μέριμνας.
Το ερώτημα, φυσικά, είναι τι κάνουμε εμείς. Δεν είμαστε Αφγανιστάν για να βρισκόμαστε στην τελευταία θέση (147η), αλλά είμαστε στην 67η και η Ελλάδα στη 81η. Είμαστε λοιπόν σε εκείνη την ενδιάμεση ζώνη, που ούτε δυστυχείς είμαστε, ούτε όμως και ευτυχισμένοι.
Διότι, πολύ απλά, το «σαν την Κύπρο δεν έχει» ισχύει. Δεν έχει. Ούτε σοβαρό κράτος, ούτε στοιχειώδη κοινωνική πρόνοια, ούτε ελπίδα να φτιάξουν τα πράγματα. Έχει όμως τον ήλιο και το καλό φαγητό. Και την κοροϊδία να σε ταΐζει ευχές για «καλύτερες μέρες» και ανακοινώσεις για «μεταρρυθμίσεις» που δεν γίνονται ποτέ.
Η καθημερινότητα εδώ είναι ένα αγώνας επιβίωσης με φτηνό καμουφλάζ. Μετράμε κουκιά, σκεφτόμαστε αν θα πάμε στην υπεραγορά ή στο βενζινάδικο, αν θα πληρώσουμε ρεύμα ή αν θα βγει ο μήνας. Κι εκεί που λες «κάτι πάει να φτιάξει», τσουπ, έρχεται μια νέα ακρίβεια, μια νέα αρπαχτή, μια νέα αρπακτική εξουσία να σου θυμίσει ποιος κάνει κουμάντο. Κι έτσι ζούμε στην επικράτεια του «σχεδόν». Σχεδόν χαρούμενοι, σχεδόν ήρεμοι, σχεδόν αξιοπρεπείς. Μια ζωή που κυλάει ανάμεσα σε ελπίδα και απελπισία. Σε μια χώρα όπου οι πολλοί τη βγάζουν με το «κρύψε να περάσουμε ή στύλο- στύλο άνεση» κι οι λίγοι κάνουν πάρτι. Μια κοινωνία κουρασμένη, θυμωμένη, που κοιτάει κάτω, να μη δει και στενοχωρηθεί περισσότερο.

Κι η ειρωνεία; Εκεί που οι Σκανδιναβοί χτίζουν κράτη πρόνοιας εμείς εδώ πανηγυρίζουμε όταν αποκαλύπτεται στη δημοσιότητα ακόμα ένα σκάνδαλο. Γιατί ούτε πια μας σοκάρει. Μονάχα μας θυμώνει που εμείς δεν είμαστε στη θέση τους. Η μεγάλη αλήθεια; Ζούμε σε μια χώρα που έχει επιλέξει να βολεύεται στο «σχεδόν». Και όσο αυτό το «σχεδόν» το αποδεχόμαστε, τόσο θα συνεχίσουμε να πνιγόμαστε στις ίδιες αναθυμιάσεις, στον ίδιο πολιτικό βόθρο που ανακυκλώνει την ίδια αθλιότητα με διαφορετικά πρόσωπα.
Σε μια χώρα όπου οι πολλοί τη βγάζουν με το «κρύψε να περάσουμε ή στύλο- στύλο άνεση» κι οι λίγοι κάνουν πάρτι. Μια κοινωνία κουρασμένη, θυμωμένη, που κοιτάει κάτω, να μη δει και στενοχωρηθεί περισσότερο.
Και στο τέλος, θα λέμε «σαν την Κύπρο δεν έχει για λάθος λόγους».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: