Όταν τα μικρά παιδιά της ηλικίας της, έπαιζαν με τις κούκλες, η Μαρίζα Αναστασιάδη «μάγευε» με την φωνή της όσους βρίσκονταν στο πλαϊ της. Άλλωστε, ο χώρος που μεγάλωσε ήταν γεμάτος μουσική, και τραγούδι. Λίγα χρόνια μετά, η νεαρή σοπράνο κατόρθωσε να ερμηνεύει αριστουργήματα βάζοντας πάντοτε σε αυτά ένα κομμάτι του εαυτού της.
Η γνωριμία μου, με την Κύπρια σοπράνο Μαρίζα Αναστασιάδη προέκυψε εντελώς απρόβλεπτα. Από την πρώτη στιγμή διαπίστωσα ότι το σπιθοβόλο βλέμμα και η αποφασιστικότητα της, την ωθούν να υλοποιεί τους στόχους της, παρ’ όλες τις δυσκολίες που θα βρει στο διάβα της. Τα όνειρά της, πολλά αφού όπως διευκρινίζει, δεν έχουν σύνορα…
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη μουσική;
Είχα την τύχη να γεννηθώ μέσα σε μια φιλόμουση οικογένεια. Ως επί το πλείστο όλοι τους καλλίφωνοι με πρώτους τον πατέρα μου, (επιβλητικός βαρύτονος, με γλυκό ηχόχρωμα) και τον παππού μου (τενόρος, γνώστης των μικρασιατικών μελισμάτων) να ασχολούνται με την ψαλτική τέχνη, τους θείους αλλά και τα αδέρφια μου να ασχολούνται στον ελεύθερο τους χρόνο με το βιολί, κιθάρα, πιάνο, το ακορντεόν, αλλά και την μητέρα μου να λατρεύει το λυρικό τραγούδι και την όπερα. Σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση απαραίτητη ήταν και η μουσική ψυχαγωγία. Οπότε, μπορώ να πω ότι από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, η μουσική και το τραγούδι ήταν μέρος της ζωής μου.
Το είδος ερμηνείας που επέλεξες να ακολουθήσεις θεωρείται και το πιο δύσκολο στο χώρο, λόγω ότι δεν είναι τόσο εμπορικό αλλά περισσότερο ποιοτικό;
Από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε το ποιοτικό τραγούδι. Ίσως αυτό να έχει σχέση με τα ακούσματα που είχα στο σπίτι, στο ωδείο και αργότερα στο Μουσικό Σχολείο όπου φοίτησα. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι εντάχθηκα από την ηλικία των επτά χρονών στην Παιδική Χορωδία της Διάστασης όπου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω διάφορα είδη τραγουδιού από έντεχνο μέχρι και μιούζικαλ. Εξίσου σημαντικό ρόλο είχε και η μαθητεία μου κοντά σε σημαντικούς δασκάλους μουσικής, τους οποίους βέβαια επέλεγαν οι γονείς μου και οι οποίοι είχαν διακρίνει από νωρίς την κλίση και την αγάπη που είχα για την σοβαρά μουσική.
Γιατί επέλεξες τον δύσκολο δρόμο της κλασικής μουσικής και όχι κάτι άλλο;
Όπως σε όλες τις υψηλές τέχνες, έτσι και στην κλασική μουσική μπορεί κανείς να βιώσει ένα εύρος πλούσιων συναισθημάτων. Νιώθω πραγματικά ευλογημένη που μπορώ να αφιερώνω ώρες μελέτης για να φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα ερμηνείας μιας άριας ή ενός ρόλου εξασκώντας τις φωνητικές μου δεξιότητες. Είναι ένας πολύ απαιτητικός αγώνας και ο τραγουδιστής χρειάζεται να έχει πειθαρχεία, συνέπεια και πρόγραμμα. Αλλά το αίσθημα που με ολοκληρώνει σαν καλλιτέχνη, είναι όταν ερμηνεύω όλα αυτά τα αριστουργήματα βάζοντας πάντοτε σε αυτά ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Ποιο ήταν πάντοτε το ρεπερτόριο σου;
Τα ερεθίσματα που είχα ήταν πολλά και διαφορετικά. Ήμουν ανοικτή και άκουγα πολλά είδη μουσικής, από ρεμπέτικο μέχρι όπερα. Στην παιδική χορωδία για παράδειγμα μαθαίναμε τραγούδια κυρίως από Musicals. Στο Μουσικό Σχολείο εκτός από το Κλασικό Τραγούδι, που είχα ως κύρια κατεύθυνση, διδάχθηκα Βυζαντινή και Παραδοσιακή μουσική. Από τον κάθε καθηγητή και κάθε είδος μουσικής έπαιρνα και μάθαινα κάτι διαφορετικό. Στη συνέχεια η σπουδή μου στην όπερα καθόρισε οριστικά και το ρεπερτόριο στο συγκεκριμένο είδος.
Θεωρείς ότι υπήρχε από μέσα σου πάντοτε η μουσική;
Πιστεύω ότι η μουσική υπάρχει έμφυτη σε όλους μας. Εξάλλου έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι ερχόμαστε σε επαφή με «αρμονικούς ήχους» από την εμβρυακή μας ζωή. Έχω ένα βίντεο ντοκουμέντο, από την ηλικία των τεσσάρων χρονών που έδωσα το πρώτο μου ‘ρεσιτάλ’ μπροστά στην κάμερα της μητέρας μου στο σπίτι μας, όπου τραγουδούσα ασταμάτητα, το ένα μετά το άλλο, όλα τα παιδικά τραγουδάκια που μαθαίναμε στο σχολείο. Αδιαμφισβήτητα ήταν και είναι ένα ουσιώδες μέσο έκφρασης.
Σε ποια ηλικία διαπίστωσες ότι αυτό που σε τραβούσε περισσότερο ήταν η Όπερα;
Στην ηλικία των έντεκα χρονών είχα ταξιδέψει για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη και είχα την τύχη να παρακολουθήσω μαζί με την μητέρα μου τον ‘Μαγικό Αυλό’ του Μότσαρτ στην Μετροπόλιταν Όπερα και στη συνέχεια το Μουσικό Θέατρο ‘Phantom of theOpera’ , στο Broadway. Και τα δύο υπήρξαν καθοριστικά στην μετέπειτα μου πορεία. Μία μουσική πανδαισία από συναρπαστικές φωνές, καθηλωτικούς ηθοποιούς, φαντασμαγορικά σκηνικά, κοστούμια… η μαγεία ολόκληρης της σκηνής με συνεπήρε. Αποτυπώθηκε με κάθε λεπτομέρεια στο παιδικό μου μυαλό και κατέκλυσε την ψυχή μου. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για ένα παιδί γεννημένο και μεγαλωμένο στην Κύπρο όπου δεν υπάρχουν τέτοιου είδους ερεθίσματα ή βιώματα. Στην ηλικία των δεκατριών χρονών, ξεκίνησα συστηματικά μαθήματα κλασικού τραγουδιού, με την σοπράνο Ιόλη Μουστερή και ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
Πότε έκανες το ντεμπούτο σου πάνω στην σκηνή;
Το 2009 όταν ήμουν ακόμη μαθήτρια στο Μουσικό Λύκειο Λεμεσού, προσκλήθηκα να τραγουδήσω στο Προεδρικό Μέγαρο, επί προεδρίας του αείμνηστου Δημήτρη Χριστόφια, μπροστά σε ένα μεγάλο ακροατήριο και σε απευθείας μετάδοση από το ΡΙΚ. Ήταν μία πολύ όμορφη εκδήλωση και ήταν τιμή μου να με προσκαλέσουν όντας ακόμη μαθήτρια να συμμετάσχω με επαγγελματίες μουσικούς από την Κύπρο και το εξωτερικό. Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές συνεργασίες. Ως φοιτήτρια, το 2013 έκανα το ντεμπούτο μου με την Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου, σε μία συναυλία αφιερωμένη στον Μότσαρτ υπό την διεύθυνση του Γιώργου Κουντούρη.
Πόσο αγχωτικό είναι για έναν νέο καλλιτέχνη να ανεβαίνει πάνω στην σκηνή, και μάλιστα σε ένα διαγωνισμό;
Ο δρόμος του μονωδού μοιάζει πολύ με αυτόν του πρωταθλητή. Είναι δρόμος δύσκολος απαιτητικός και πολύ αγχωτικός, ακόμη περισσότερο στις μέρες μας που όλα είναι ρευστά και αβέβαια. Πέραν τούτου, το ανταγωνιστικό πνεύμα, ιδίως σε ένα διαγωνισμό υψηλού επιπέδου, πολλές φορές μπορεί να προκαλέσει άσχημα συναισθήματα μεταξύ τραγουδιστών, σίγουρα όχι όλων! Μου έχει συμβεί στο παρελθόν αυτή η εμπειρία και με έχει ενδυναμώσει πολύ. Οι καλλιτέχνες χρειάζονται ψυχικό σθένος για να μπορούν να αντιμετωπίζουν αυτές τις καταστάσεις. Πρέπει να είναι σε θέση να δέχονται την κριτική, αλλά και να αγνοούν την κακοπροαίρετη διάθεση στον τομέα. Κανείς δεν σε προετοιμάζει για αυτά.
Ποιες εναλλακτικές μεθόδους χρησιμοποιείς για να ηρεμήσεις και να χαλαρώνεις από τις εντάσεις;
Με ηρεμεί η φύση, με χαλαρώνει με αναζωογονεί. Μια βόλτα στη θάλασσα, μια εκδρομή στο βουνό μου αλλάζει την ψυχική διάθεση και με γεμίζει με θετική ενέργεια . Κατ’ αρχήν το πιο σημαντικό είναι η άπταιστη προετοιμασία του έργου που θα τραγουδήσει ο καλλιτέχνης, αρκετό καιρό πριν την παρουσίαση, ώστε να αφομοιωθεί και να ωριμάσει μέσα του. Όταν ο τραγουδιστής είναι άρτια προετοιμασμένος και επιλέγει τους σωστούς συνεργάτες δεν υπάρχει λόγος για άγχος. Οι πρόβες είναι πολύ σημαντικές ώστε να δέσουν οι μουσικοί μεταξύ τους. Προσωπικά, αυτό που με κάνει να χαλαρώνω από τις εντάσεις και το άγχος, είναι αναπνευστικές ασκήσεις (διαφραγματικές, βαθιές αναπνοές), η προσευχή στο Θεό, η θετική σκέψη και η ευγνωμοσύνη.
Υπάρχουν ειδικές ασκήσεις ώστε ένας τραγουδιστής να τις χρησιμοποιεί;
Πέραν των ασκήσεων της φωνής που βασίζονται στις διάφορες σχολές και τεχνικές που αυτές ακολουθούν, ο τραγουδιστής χρησιμοποιεί σωματικές ασκήσεις , αναπνοής, ενεργοποίησης των μυών του προσώπου.
Πολλοί καλλιτέχνες εν καιρώ καραντίνας σκέφτηκαν ότι ήταν η ευκαιρία να δημιουργήσουν κάτι για το μέλλον. Εσύ έκανες κάτι αντίστοιχο;
Στην αρχή της πανδημίας όταν όλα ακυρώθηκαν είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ήταν μια σημαντική περίοδος στη καριέρα μου, κατά την οποία θα ξεκινούσαν καινούργιες και μεγάλες συνεργασίες στο εξωτερικό. Δεν το πίστευα ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ξεκίνησα κατ’ αρχήν να εστιάζω στα θετικά και να είμαι ευγνώμων, διώχνοντας όλες τις αρνητικές σκέψεις. Ήμουν ευγνώμων στο Θεό που είχαμε όλοι την υγεία μας, που είχα δίπλα μου τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπάνε, και ευγνώμων στο Θεό σε ό,τι κατάφερα και έκτισα μέχρι τώρα. Σιγά – σιγά σκέφτηκα πως μπορώ να εκμεταλλευτώ και να αξιοποιήσω τον χρόνο μου επεκτείνοντας το ρεπερτόριο μου με καινούργια έργα και σχεδιάζοντας μελλοντικές συνεργασίες σε νέα πρότζεκτς που να συνδυάζουν και άλλα είδη τέχνης.
Η όπερα ως τέχνη θεωρείς ότι μπορεί να επιβιώσει στο μέλλον;
Μετά από την πανδημία όλα θα είναι δύσκολα και αόριστα. Πόσο μάλλον η όπερα που ως τέχνη δεν περιλαμβάνεται στο γούστο, την αισθητική ή την κουλτούρα του μέσου ακροατή με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις. Ναι, πιστεύω ακράδαντα ότι θα επιβιώσει γιατί ανήκει στην λεγόμενη «υψηλή τέχνη» κι αυτό τα λέει όλα.
Η σοπράνο Αναστασία Ζαννή επικρίθηκε για την ερμηνεία της που τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο στην Ακρόπολη. Θεωρείς ότι άδικα την κατηγόρησαν;
Ο Eθνικός Υμνος σίγουρα δεν χρειάζεται άρτια τεχνική και σωστή τοποθέτηση για να ψαλθεί.
Δεν είναι τραγούδι αλλά ο Ύμνος της Ελευθερίας μας. Πρέπει να βγαίνει μέσα από την ψυχή μας και να νιώθουμε δέος όταν τον ψέλνουμε. Προσωπικά θεωρώ ότι τα ΜΜΕ κακώς «βάφτισαν» ως διεθνούς φήμης σοπράνο μια τραγουδίστρια που δεν έχει καμία σχέση με την λυρική τέχνη και το κλασικό τραγούδι. Νομίζω ότι όλος ο “ντόρος” ξεκίνησε από μία λάθος διατύπωση και όχι τόσο για την ερμηνεία της.
Μέχρι που μπορούν να φτάσουν τα όνειρα σου;
Τα όνειρα φτάνουν μακριά, δεν έχουν σύνορα.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;
Θεού θέλοντος (και κορωνοϊού επιτρέποντος) τον ερχόμενο Ιούλιο θα βρίσκομαι στην Αγγλία για
να τραγουδήσω τον ρόλο της Διδούς από την ομώνυμη όπερα Διδώ και Αινείας με την Hastings Symphony Orchestra. Στην συνέχεια τον Αύγουστο θα ταξιδέψω στην Ουγγαρία όπου θα συμμετάσχω σε ένα Μουσικό Γκαλά με την Συμφωνική Ορχήστρα του Δούναβη (Danube Symphony Orchestra) στα πλαίσια του Θερινού Φεστιβάλ Μουσικής που πραγματοποιείται στο Παλάτι Γκοντόλλο (Royal Palace of Gοdollo).
.