Η ιστορία ενός αγοριού που μεγάλωσε σε παιδική στέγη είναι μία από τις πολλές αθέατες ιστορίες που παραμένουν κρυμμένες πίσω από τις κλειστές πόρτες των ιδρυμάτων και των ξενώνων. Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη πόνο, απογοήτευση και απελπισία, αλλά και ελπίδα για το μέλλον, παρά την δύσκολη πορεία που πέρασε μέχρι σήμερα.
Από τα πρώτα του χρόνια, το αγόρι βίωσε την εγκατάλειψη και την κακοποίηση από την οικογένεια του. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η αγάπη και η φροντίδα ήταν άγνωστες έννοιες. Η οικογένεια, αν και υποτίθεται ότι θα έπρεπε να τον στηρίξει, τον απέφευγε, τον παραμελούσε και τον διέσυρε. Ο ίδιος πλέον τώρα που είναι ένα 18χρονο αγόρι θυμάται τις στιγμές της κακοποίησης και την αίσθηση της εγκατάλειψης: «Σας ευχαριστώ που με πετάξατε στην παιδική στέγη. Σας ευχαριστώ που με πετάξατε στον ξενώνα και με αφήσατε να βιώσω την κακοποίηση. Τι πιο φρικτό για ένα παιδί από το να ζει με την αίσθηση ότι δεν έχει οικογένεια;»
«Σας ευχαριστώ που με πετάξατε στην παιδική στέγη. Σας ευχαριστώ που με πετάξατε στον ξενώνα και με αφήσατε να βιώσω την κακοποίηση. Τι πιο φρικτό για ένα παιδί από το να ζει με την αίσθηση ότι δεν έχει οικογένεια;»
Η περιγραφή της πορείας του μέσα στα συστήματα παιδικής πρόνοιας είναι επίσης σπαρακτική. Οι φορείς που θα έπρεπε να τον προστατεύουν, όπως το Γραφείο Ευημερίας, -κατά την άποψη του-φάνηκαν ανίκανοι να προσφέρουν την αγάπη και τη φροντίδα που τόσο χρειάζονταν τα παιδιά, και ιδιαίτερα αυτή η μικρή ψυχή που υπέφερε καθημερινά. «Ευχαριστώ το γραφείο ευημερίας που με πέταξε. Έχω πολλά να γράψω για τη φροντίδα που δεν έλαβα ποτέ», γράφει, αναγνωρίζοντας τα κενά στο σύστημα που την πρόδωσε.
Ωστόσο, η ιστορία του αγοριού δεν είναι μόνο θλίψη και απελπισία. Εν μέσω όλων αυτών των δυσκολιών, υπήρξαν άνθρωποι που του έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. «Ευχαριστώ τον Θεό που έφερε αγγέλους στην ζωή μου», αναφέρει αναφερόμενο στη νέα του οικογένεια. Στο πρόσωπο της νέας της μάνας, (αναφέρει ονόματα) και των αδερφών του, βρήκε την πραγματική αγάπη που του έλειπε. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη νέα του οικογένεια ως «την πραγματική οικογένεια» και εκφράζει ευγνωμοσύνη για την αγάπη και τη φροντίδα που του προσφέρουν καθημερινά.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη νέα του οικογένεια ως «την πραγματική οικογένεια» και εκφράζει ευγνωμοσύνη για την αγάπη και τη φροντίδα που του προσφέρουν καθημερινά.
Επιπλέον, η υποστήριξη από τον δικηγόρο του και την νομική ομάδα που τον εκπροσωπεί του έδωσε τη δύναμη να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και να προχωρήσει μπροστά, με την ελπίδα ότι όλοι οι υπεύθυνοι για τα δεινά του θα λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. «Έχω τώρα τη δύναμη και τη στήριξη της νέας μου οικογένειας και του δικηγόρου μου, και ξέρω ότι δεν θα με εγκαταλείψουν», λέει με πίστη για το μέλλον του.
Η ιστορία του είναι ένα καμπανάκι για την κοινωνία να αναλογιστεί τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών σε ιδρύματα και τα ελλείμματα που υπάρχουν στο σύστημα προστασίας. Τα παιδιά αυτά, που υποτίθεται ότι προστατεύονται από το κράτος, συχνά βιώνουν την απογοήτευση, την κακοποίηση και την εγκατάλειψη. Όμως, η ιστορία αυτού του παιδιού αποδεικνύει ότι ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες καταστάσεις, η ελπίδα μπορεί να αναγεννηθεί μέσα από την αγάπη και τη φροντίδα.
«Θέλω κάποια στιγμή να βγω στα κανάλια και να ακούσουν όλοι την κόλασή μου», λέει στο τέλος. Η φωνή του, πονεμένη αλλά και γεμάτη δύναμη, μας υπενθυμίζει ότι κάθε παιδί αξίζει να μεγαλώσει με σεβασμό, αγάπη και φροντίδα, και ότι το κράτος και οι αρμόδιοι φορείς έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν ότι κανένα παιδί δεν θα βιώσει την κακοποίηση και την αδιαφορία.
Αυτή η ιστορία δεν είναι μόνο μια κραυγή για δικαιοσύνη, αλλά και ένα μήνυμα ελπίδας για όλα τα παιδιά που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: