«Ήθελα να πετάξω στο διάστημα εδώ και πολύ καιρό. Πάντα ήξερα ότι είναι ένας στόχος εξαιρετικά δύσκολος – ακόμη και για έναν υγιή άνθρωπο». Η Μικαέλα Μπέντχαους, Γερμανίδα μηχανικός αεροδιαστημικής, δεν μιλούσε θεωρητικά. Το 2018, ένα σοβαρό ατύχημα την άφησε παραπληγική. Τότε πίστεψε πως το όνειρο του διαστήματος είχε τελειώσει για πάντα. Έκανε λάθος.
Χρόνια αργότερα, με την υποστήριξη της αμερικανικής διαστημικής εταιρείας Blue Origin, η Μπέντχαους κατάφερε να πραγματοποιήσει μια υποτροχιακή πτήση, ξεπερνώντας τα 100 χιλιόμετρα ύψος και βιώνοντας, έστω για λίγα λεπτά, την έλλειψη βαρύτητας. Για να γίνει αυτό εφικτό, χρειάστηκε να τροποποιηθούν και να επανεξεταστούν πρωτόκολλα ασφαλείας – όμως για την ίδια, ο φόβος δεν είχε θέση. «Ανυπομονώ να μάθω πώς είναι μια εκτόξευση πυραύλου. Και ακόμη περισσότερο να δω τη Γη από ψηλά», είχε δηλώσει λίγο πριν την πτήση.

Η απογείωση πραγματοποιήθηκε στο δυτικό Τέξας, λίγο μετά τις 08:15 τοπική ώρα. Ο πλήρως αυτοματοποιημένος πύραυλος εκτοξεύτηκε κάθετα και, στη συνέχεια, η κάψουλα αποκολλήθηκε εν πτήσει, επιστρέφοντας με ασφάλεια στην έρημο του Τέξας με τη βοήθεια αλεξίπτωτων. Συνολικά, η εμπειρία διήρκεσε περίπου δέκα λεπτά, με τους έξι επιβάτες να περνούν τη γραμμή Κάρμαν, το διεθνώς αναγνωρισμένο όριο του διαστήματος στα 100 χιλιόμετρα ύψος.

Η Μικαέλα Μπέντχαους έγινε έτσι ο πρώτος άνθρωπος σε αναπηρικό αμαξίδιο που ταξίδεψε στο διάστημα, έστω και για λίγα λεπτά, γράφοντας ιστορία και στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα συμπερίληψης.

«Μετά το ατύχημά μου συνειδητοποίησα σε πόσο μεγάλο βαθμό ο κόσμος μας παραμένει απρόσιτος για τα άτομα με αναπηρία. Αν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς, πρέπει να το κάνουμε παντού – όχι μόνο εκεί που μας βολεύει».

Η πτήση χαιρετίστηκε και από τον νέο επικεφαλής της NASA, Τζάρεντ Άιζακμαν, ο οποίος συνεχάρη δημόσια τη Μπέντχαους, χαρακτηρίζοντάς τη «πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους». Η 20ή Δεκεμβρίου θα μείνει ως η μέρα που το διάστημα έκανε ένα μικρό, αλλά ιστορικό βήμα προς τη συμπερίληψη. Γιατί τελικά, τα όρια δεν βρίσκονται στο σώμα – βρίσκονται μόνο εκεί όπου εμείς τα τοποθετούμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

