16.9 C
Nicosia
Τρίτη, 19 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήNEWSΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ: Mέσα από τους στίχους αναδεικνύεται η τραγωδία του απλού ανθρώπου

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ: Mέσα από τους στίχους αναδεικνύεται η τραγωδία του απλού ανθρώπου

-

Ο πρώην πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Χρίστος Αρτεμίδης, αναδεικνύει πόσο επίκαιροι και διαχρονικοί είναι οι στίχοι της ποιητικής σύνθεσης του βιβλίου «Οι ασήμαντοι», έκδοση του 2017, παρουσιάζοντας την φρίκη του πολέμου.

Μέσα από τους στίχους του αναδεικνύεται η τραγωδία του απλού ανθρώπου, ο οποίος σφαγιάζεται στους πολέμους που δημιουργούνται από τους ηγέτες, βασιλείς, καίσαρες, αυτοκράτορες, τσάρους, δικτάτορες και στρατηλάτες, με βασικό και μοναδικό κίνητρο τη δόξα και το συμφέρον τους για το προσωπικό τους «μεγαλείο». Επιλέγουμε ορισμένους στίχους από το ποίημα όπου με τραγικό ποιητικό λόγο εκφράζεται η φρίκη του πολέμου. Οι υπεύθυνοι του οποίου, μένουν και μνημονεύονται στην ιστορία ενώ για τα εκατομμύρια των θυμάτων, των απλών ανθρώπων, των ασήμαντων δεν γίνεται καμία αναφορά και δεν υπάρχει κανένα ίχνος της υπόστασης τους πριν από το σφαγιασμό.

Ο τάφος του Μεγαλέξαντρου του μεγάλου στρατηλάτη, κατακτητή δεν βρέθηκε. Μήτε και ο θησαυρός που τον συνοδεύει στον άλλο κόσμο, τον άγνωστο. Ο μύθος, πηγή της φαντασίας, Σκάβει συθέμελα την αλήθεια. Η όμορφη γοργόνα, ερωτευμένη με τον Μεγαλέξαντρο, πνίγει όμως στ’ άγρια κύματα της θάλασσας αυτούς που αρνούνται πως ο πανωραίος νέος ζει. Σε τούτη την ιστορία δεν λένε όμως αν βρέθηκαν τουλάχιστον τα κόκαλα των μυριάδων στρατιωτών που χάθηκαν στις μάχες. Ένα τρυπημένο από λόγχη κρανίο, ηχείο τρομερό το άνοιγμα, να φωνάζει το όνομα της καλής του. Φρικτή ανάμνηση πριχού τελειώσει τη φοβερή πορεία. Χέρια ακρωτηριασμένα από τη σπάθα με το αίμα να τρέχει απ’ τις πηγές μέχρι να στερέψει και η τελευταία αναλαμπή. Πριν κοπούν αγκάλιαζαν τον ουρανό τη γη τη θάλασσα μαζί με όλες τις αγάπες. Καρδιά κομμένη από τσεκούρι, που κατέβηκε σαν κεραυνός, πάλλεται μοιρασμένη στη σκέψη του θανάτου και της παράδοσής της στο φιλί.

Πέρασαν οι πορείες τέλειωσαν οι εκστρατείες. Στο πέρασμα τους τα δέντρα έγιναν σταυροί. Να καρφωθούν όσοι δεν παραδόθηκαν. Κι’ αυτοί που έκλεψαν φαΐ νερό και τα σαντάλια των νεκρών. Πού να είναι θαμμένοι οι σταυροί. Πόσο χώμα σκεπάζει μυριάδες ψυχές. Και λείψανα δεν βρίσκονται; Τα φτυάρια και οι αξίνες δεν σκάβουν να ξεθάψουν κόκαλα, άλατα χωρίς όνομα. Με τις λόγχες, τσεκούρια, σπάθες και βέλη στων τυμπάνων το φοβερό ήχο λιώνουν ψυχές, σώμα και σκέψεις. Ξεριζώνουν την πάλλουσα καρδιά τ΄όνειρο του ταπεινού, το ποθητό φιλί, όπου ο καθείς το επιθυμεί και με όποιον κατά διάνοιαν έχει. Από ένα λάκκο βαθύ με ακοή βαθύτερη και βουή μακρύτερη ακούεται ένα παλικάρι, που του ’μεινε μόνο η γλώσσα. Να σιγομουρμουρίζει, να τον λυπηθεί ο φονιάς, που πρόλαβε τη τσεκουριά. «Λέω να πάμε και οι δυο στην καλύβα μας. Και από το ίδιο τσαμπί να τρυγούμε ρώγα τη ρώγα, σαν το παρθένο φιλί

Με τους χυμούς στα χείλη να φιλήσουμε το ίδιο κορίτσι. Και αν τύχει και λείπει στο ποτάμι για νερό μεθυσμένοι απ’ τα σταφύλια ας φιληθούμε οι δυο μας». Διψώ διψώ φώναζαν. Και η τελευταία κραυγή απ’ τον ξηρό άνυδρο λάρυγγα γεννιέται τ’ όνειρο της ωραίας κόρης που τους ποτίζει με πήλινο δοχείο νερό, νερό, τόσο νερό που πνίγονται χωρίς να πουν «ευχαριστώ». «Να θυμάσαι τ’ όνομα σου» τελευταία της μάνας μου ευχή προτού, μαγεμένος, από τον πανέμορφο στρατηγό στρατευθώ στον Μεγαλέξαντρο. Δε μούδωσε όμως όνομα μήτε πνοή. Μαζί με μυριάδες νέους σφεντονάριους μας βάφτισαν. Κι’ έτσι μας φώναζαν. Στη μάχη, τη φοβερή, μας στήσανε. Με τη σφεντόνα στο χέρι και μια χούφτα πέτρες στη μέση του πεδίου. Πολυθρύλητη στρατηγική του στρατηλάτη. Η δύναμη του εχθρού στημένη απέναντι. Μας σφάγιασε ανελέητα εμάς τους σφεντονάριους. Εισχωρώντας όμως στο κέντρο της μάχης οι φάλαγγες του Μεγαλέξαντρου, που παρατάχτηκαν στα πλάγια κύκλωσαν τους αθάνατους του μεγάλου βασιλιά.

Και τους δίδαξαν με το σπαθί τί είναι και από πούθε έρχεται ο θάνατος. Εμένα με διαπέρασε μεγάλο κοντάρι που καθώς βυθιζόταν στο σώμα μου θυμήθηκα της μάνας την ευχή και ψέλλισα για τελευταία φορά, εγώ μόνο, τ’ όνομα μου. Μυριάδες που παραδόθηκαν, καθώς όριζε το συνήθειο, κλείστηκαν γυμνοί στα μπουντρούμια. Δύσκολο φάνηκε να περαστούν όλοι απ’ το μαχαίρι

Το σκάψιμο της αξίνας δεν είχε πρόθεση να φωτίσει. Τέτοια της ασημαντότητος πράγματα. Ν’ αγγίξει τους ασήμαντους. Κυνηγημένοι απότακτοι άθαφτοι έμειναν, κουφάρια στα κοράκια. Καθώς διαμελίζονταν εκέκραζαν, δεμένοι σε τέσσερα άλογα με τέσσερα σχοινιά που τ΄αφηνίασαν στους τέσσερις ουρανούς «τη χώρα αφήσαμε πίσω, αλλού είμαστε τώρα και αλλού βαδίζαμε». Μυριάδες μυριάδων χιλιάδες χιλιάδων. Κι’ αργότερα εκατομμύρια εκατομμυρίων μέσα στις τελευταίες τους κραυγές να φωνάξουν θέλουν τ’ όνομα τους. Καμία ανταπόκριση στη σιωπή των ασημάντων.

- Advertisment -

πρεπει να διαβασετε: