Ένα κείμενο που μιλά για τις αλήθειες της ζωής όταν είμαστε παιδιά. Με εικόνες που έρχονται από το παρελθόν καταγράφει πώς μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές και πώς μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά μας.
Παίζαμε ελεύθερα στην γειτονιά μέχρι αργά το απόγευμα. Οι γονείς μας δεν φοβόταν και όταν έπρεπε να πάμε σπίτι ξέραμε ακριβώς την ώρα (μόλις βραδιάσει). Ακούγαμε δεν πεισμώναμε ούτε αντιδρούσαμε με παραλογισμούς.
Είμαστε μια «οικογένεια» όλα τα παιδιά και δεν κοροϊδεύαμε κανέναν όταν ήταν διαφορετικός. Στην παρέα στην ηλικία των 7-8 χρόνων είχαμε τον Βασίλη ο οποίος του άρεσε να παίζει με τις κούκλες και να μας φτιάχνει τα μαλλιά και παρόλο που γνωρίζαμε όλοι ότι ήταν γκέι (δεν ξέραμε βασικά την λέξη) εντούτοις για εμάς δεν είχε διαφορά.
Ταξιδεύαμε με το αυτοκίνητο χωρίς ζώνες ασφαλείας, αερόσακους αλλά οι γονείς μας είχαν τη συνείδηση να μην τρέχουν και όχι να κάνουν τους ραλίστες μέσα στους δρόμους.
Είναι εκπληκτικό πώς καταφέρναμε να επιβιώνουμε… Καταρχήν, μπαίναμε στην θάλασσα μετά από δύο ώρες αφότου είχαμε τελειώσει το μεσημεριανό μας, κι’ εάν δεν ακούγαμε τότε έμπαινε και η κατάλληλη τιμωρία.
Ξέραμε τι πάει να πει ευγένεια, σεβασμός και αγάπη και την εκφράζαμε με κάθε τρόπο.
Ανεβαίναμε στα ποδήλατα των άλλων παιδιών και όταν κάποιο παιδί δεν είχε δικό του, το αφήναμε να το δανειστεί. Δεν είχαμε κακία, αντιζηλίες και τα συναφή ούτε ως κορίτσια ζηλεύαμε την φίλη μας που οι γονείς της είχαν περισσότερα χρήματα από τους δικούς μας.
Και όταν σε μεγαλύτερη ηλικία η φίλη μας ή εμείς ερωτευόμασταν κρατούσαμε μακριά τον φίλο της κολλητής μας σε περίπτωση που μας φλέρταρε, παρόλο που μπορεί να μας άρεσε και εμάς. Ξέραμε τι πάει να πει προδοσία και αποφεύγαμε να κάνουμε κακό ιδιαίτερα στην φίλη μας.
Είχαμε ξεκλείδωτη την πόρτα του σπιτιού μας και όποιος ήθελε έμπαινε ακάλεστος μέσα στο σπίτι μας. Όμως, δεν παρεξηγούσαμε γιατί ξέραμε ότι οι φίλοι που είχαμε ήταν η καλύτερη επιλογή μας.
Κατασκευάζαμε με τα σιδερένια κουτιά του γάλακτος, ασύρματους για να επικοινωνούμε μεταξύ μας. Δεν υπήρχαν κινητά ούτε είχαμε την ευκαιρία να παινευτούμε ποιος έχει το καλύτερο.
Οι μάρκες όσον αφορά την ενδυμασία μας δεν έπαιζε κανέναν ρόλο και ούτε μας ένοιαζε για ποιος/α ήταν η καλύτερη καλοντυμένη/νος. Δεν αποκαλούσαμε κανέναν χωριάτη και σεβόμαστε όταν η καταγωγή του έφτανε από κάποιο χωριό.
Παίζαμε πετροπόλεμο κι’ εάν ανοίγαμε κανένα κεφάλι δεν ζητούσαμε το λόγο από αυτόν που τον έκανε προφανώς κατά λάθος, αλλά γελούσαμε μέχρι δακρύων για το πόνο που νοιώθαμε. Πέφταμε από τσουλήθρες, παθαίναμε διάσειση αλλά απτόητοι συνεχίζαμε να ζούμε…Ήταν άλλωστε, κάτι συνηθισμένο για όλα τα παιδιά.
Τρώγαμε ότι θέλαμε και δεν φοβόμαστε να πάρουμε θερμίδες, γιατί απλούστατα δεν θέλαμε όλοι να είμαστε φωτομοντέλα για να βγαίνουμε στα διαδίκτυο για να «πουλήσουμε» το εαυτό μας. Δεν είχαμε κινητά να φωτογραφιζόμαστε συνεχώς και κανείς δεν ήξερε πώς περνάμε την ημέρα μας.
Δεν είχαμε αντιζηλίες μέσω του φβ, instagram και τα σχετικά και δεν προσπαθούσαμε να είμαστε ομορφότερες από κάποια άλλη. Ο σύντροφός μας δεν έκανε συνεχώς like σε μια άγνωστη για να της δίνει θάρρος και ούτε καμάκι μέσω μιας οθόνης.
Ο άλλος σε κοιτούσε στα μάτια και διαπίστωνες ποτέ λέει τη αλήθεια και πότε όχι και δεν ήταν κρυμμένος πίσω από έναν υπολογιστή. Δεν υπήρχαν κακεντρεχή σχόλια για το άτομο σου ούτε ο καθένας γίνονταν γιατρός ή επιστήμονας νομίζοντας ότι τα ξέρει όλα.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι, κι’ εάν κάποιος είχε παραπανίσια κιλά δεν του κάναμε το λεγόμενο μπούλιγκ.
Είχαμε την τύχη και ακούγαμε καλή μουσική από το μαγνητόφωνο και ηχογραφούσαμε τα αγαπημένα μας τραγούδια σε κασέτα. Χορεύαμε μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες στις ντισκοτέκ. Είχαμε φίλους που είχαν δοκιμάσει τα ναρκωτικά αλλά ποτέ δεν μας πίεσαν ή να μας παρασύρουν να το πράξουμε και εμείς.
Είμαστε ελεύθεροι, ανεξάρτητοι και πάνω από όλα άνθρωποι με Α κεφαλαίο. Όλα αυτά όμως αποτελούν παρελθόν και είναι πλέον μια ουτοπία. Λίγες είναι οι φορές που θα βρεις στο διάβα σου άτομα ειλικρινή και άτομα που παραδέχονται τα λάθη τους…Γιατί ακριβώς αυτή είναι η κοινωνία που ζούμε…