ΓΡΑΦΕΙ: Ο Παπα – Ράτσης
Κάποιοι ανησυχούν για την οικονομία, άλλοι για το περιβάλλον. Εμείς ανησυχούμε για το ντέρμπι της Κυριακής. Αρχικά αν θα γίνει, μετά αν θα έχει κόσμο και τέλος αν θα έχει θύρες κλειστές και θα μείνει κόσμος έξω. Δεν χωράμε, μάναμ. Δεν μας χωράει ο τόπος, είναι η αλήθεια. Διότι το μίσος που κουβαλάμε μέσα μας, εκτός από λόγο ύπαρξης, δεν έχει ούτε όρια.

Πέρασα τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής, μετά το βράδυ με τα επεισόδια που έγιναν έξω (και μέσα) στον σύνδεσμο του Απόλλωνα, με το άγχος των ανθρώπων που συναναστράφηκα για το αν θα γίνει την Κυριακή το ντέρμπι μεταξύ Απόλλωνα και ΑΕΛ.
Κατανοώ, μέχρι ενός πολύ μικρού σημείου, τη λαχτάρα του φιλάθλου να ζήσει το ντέρμπι της πόλης, αλλά αυτή η λαχτάρα δεν μας επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από την ανησυχία για την τόσο εύκολη «πρόσβαση» στη βία από αυτά τα παιδιά που για άλλη μια φορά τα έκαναν γυαλιά-καρφιά.
——
Και θα έλεγε κάποιος ότι όσο δεν χάνονται ανθρώπινες ζωές, τα γυαλιά και τα καρφιά δεν είναι και τόσο σημαντική απώλεια. Και αυτός ο κάποιος που θα το έλεγε δεν θα ήταν σίγουρα ένας από τους έντεκα ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων, πάνω στα οποία αυτά τα καλόπαιδα έβγαλαν το «δίκιο» που τα πνίγει. Και μετά, μεταξύ μας, παίζουμε και αυτό το ανόητο κρυφτούλι — αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις: Δεν ήταν συμπλοκή, ήταν πέσιμο. Δεν ήταν ραντεβού, ήταν surprise του ενός στον άλλον. Δεν ήταν το Έντερπραϊζ που πέρασε, ήταν UFO από τον Άλφα του Κενταύρου.
——
Και μετά είχαμε και την άρνηση της αστυνομίας να συντάξει ανακοίνωση η οποία να αναφέρει ξεκάθαρα ποια ήταν τα παιδιά που έκαναν την τιμή να επισκεφθούν τα άλλα παιδιά. Όχι «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια» — κάτι ακόμα πιο προφανές (αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Αν όχι, να το εφεύρουμε).

Δεν ξέρω, που λες, τι εξυπηρετεί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, υποθέτοντας ότι μπορεί να ήταν και οπαδοί της Σταντάρ Λιέγης, ας πούμε. Ότι θα κατευνάσει κάποιων τα πνεύματα αν δεν αναφέρουμε ξεκάθαρα ποιοι ήταν ποιοι; Σχεδόν το ίδιο τραγικό με το να προσπαθούμε να περιορίσουμε τη φωτιά που άναψε με νεροπίστολα.
Οι Αρχές για άλλη μια φορά «ερευνούν». Ελέγχουν κάμερες, παίρνουν καταθέσεις και αναζητούν τους δράστες — σαν κυνήγι θησαυρού, όπου ο θησαυρός έχει ήδη προλάβει να κάψει τρεις κάδους και να αλλάξει τέσσερις διαδρομές. Για την ιστορία, οι δράστες φορούσαν κουκούλες. Πρωτοτυπία μηδέν. Αλλά κι έτσι, τους ψάχνουμε.
——–
Δυστυχώς, αυτό το γεγονός δεν είναι αποτέλεσμα απλά οπαδικών διαφορών, αλλά ένα πολύ πιο βαθύ και επικίνδυνο κοινωνικό πρόβλημα. Όλη αυτή η ανάγκη του να ανήκουμε σε κάποιον «στρατό» που απέναντί του έχει άλλους στρατούς, είναι μία επίπλαστη «απαραιτητοσύνη» που λίγοι ποτίζουν σε πολλούς με σκοπό να έχουν έμμεσο ή άμεσο κέρδος απ’ αυτούς. Και δυστυχώς αυτά τα παιδιά νιώθουν γυμνά αν δεν ανήκουν σε κάτι μεγαλύτερο αυτού του είδους, διότι τα ενδιαφέροντα που θα μπορούσαν να έχουν σαν άνθρωποι έχουν απαξιωθεί από την ίδια την κοινωνία που τα μεγάλωσε.
——-
Όλοι μιλάμε για τον πολιτισμό, το fair play και τις αξίες του αθλητισμού σαν να ’ναι ένα μαγικό φίλτρο. Αλλά στην πράξη, έχουμε δημιουργήσει κάτι μοναδικά τρομακτικό: ένα υβρίδιο πολεμικής τέχνης δρόμου με dress code κουκούλα και soundtrack κροτίδες. Κι όσο τα γήπεδα θέλουμε να τα λέμε ναούς, κι όσο οι δρόμοι μοιάζουν γοητευτικοί για κάποιους όταν προσομοιάζουν με πεδία μάχης, η μόνη «πραγματική» ελπίδα είναι να χαθεί κάποια ανθρώπινη ζωή για να μας ταρακουνήσει, να κλαφτούμε λίγο εκ των υστέρων και να πάρουμε αυστηρά μέτρα.

Εναλλακτικά, η μόνη πραγματική (χωρίς εισαγωγικά) ελπίδα είναι να σταματήσουμε να φτιάχνουμε στρατούς παντός είδους και να συνειδητοποιήσουμε εμείς — ώστε να μπορέσουμε να το μεταδώσουμε και σ’ αυτά τα παιδιά — ότι η ζωή έχει περιορισμένη διάρκεια και είναι τουλάχιστον ηλίθιο να την καταναλώνουμε προσπαθώντας να την κάνουμε ακόμη μικρότερη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:






