Με μια ανάρτηση που προκαλεί αίσθηση και προβληματισμό, η συμβουλευτική ψυχολόγος και συγγραφέας Λουΐζα Θεοφάνους αναδεικνύει τις παγιωμένες αντιλήψεις και σεξιστικά στερεότυπα που συνεχίζουν να στιγματίζουν τις γυναίκες – και ιδιαίτερα τις χωρισμένες μητέρες – στην κυπριακή και ελλαδική κοινωνία.
Η ανάρτηση, περιγράφει μια καθημερινή σκηνή σε καφετέρια, με άνδρες να συζητούν υποτιμητικά για τις λεγόμενες «μιλφ», σχολιάζοντας ότι οι φρεσκοχωρισμένες είναι «στερημένες και θα τα δώσουν όλα», αρκεί να είναι εμφανίσιμες. Ο όρος «μιλφάρα», όπως τονίζει η Θεοφάνους, μετατρέπει τις γυναίκες-μητέρες σε σεξουαλικά αντικείμενα, υπονομεύοντας τον αγώνα, τις θυσίες και την καθημερινή τους προσπάθεια για τα παιδιά τους.

Μέσα από τη γραφή της, η ψυχολόγος ξεσκεπάζει τις αντιφατικές και συχνά σεξιστικές αντιλήψεις της κοινωνίας. «Για να τη χώρισε ο άντρας της, άχρηστη θα ήταν. Για να τον χώρισε, στριμμένη ή γκομενιάρα θα είναι», αναφέρει χαρακτηριστικά, περιγράφοντας πώς ο κοινωνικός φακός απαξιώνει τις γυναίκες που τολμούν να σταθούν στα πόδια τους μετά από έναν γάμο.
«Βρες φίλε μια μιλφάρα να καλοπεράσεις, ειδικά φρεσκοχωρισμένη. Καθαρή, στερημένη, θα στα δώσει όλα». Αυτά συζητούσαν ο Πέτρος και ο Γιάννης, πίνοντας αραχτοί τον καφέ τους. Ο Πέτρος ελεύθερος στα 40, μια μέρα λέει θα παντρευτεί και θα κάνει παιδιά – όχι βεβαίως χωρισμένη που έχει ήδη αφού τον περιμένουν ουρές τα κελεπούρια νομίζει – κι ο Γιάννης στα 45, χωρισμένος με ένα παιδί 5 ετών συμφωνεί, κι αυτός θα ξαναπαντρευτεί αλλά ελεύθερη. Το παιδί το μεγαλώνει η πρώην του που «τα κάνει όλα λάθος και μόνο διατροφή θέλει η συμφεροντολόγα», ενώ αυτός κάνει την καριέρα του κι απολαμβάνει σχεδόν καθημερινές εξόδους με τους φίλους του. «Σιγά μην κάτσουμε να μεγαλώνουμε τα κουτσούβελα του άλλου», προσθέτει ο Λεωνίδας, χωρισμένος πατέρας δύο εφήβων στα 50, που μόλις μπήκε στην παρέα. «Θέλουν όμως κι αίσθημα οι άτιμες… «Ε πούλα λίγο κι εσύ βρε και θα σου κάτσει»..
«Θέλουν όμως κι αίσθημα οι άτιμες»… Ε πούλα λίγο κι εσύ βρε και θα σου κάτσει…»
Διότι ως γνωστόν η «μιλφάρα» – λέξη που αν δε βγαίνει από, παραπέμπει στην αγελάδα (…) – βύζαξε τα παιδιά της, τα φροντίζει με το αίμα, τον ιδρώτα και την ψυχή της, αλλά είναι άξια περιφρόνησης γιατί – δε μπορεί – για να τη χώρισε ο άντρας της άχρηστη θα ήταν, για να τον χώρισε καμία στριμμένη ή γκομενιάρα θα ήταν. Η «μιλφάρα« είναι πλέον κατάπτυστη και επιθυμητή μόνο ως αντικείμενο πόθου, αν είναι ωραία και σέξυ. Αλλιώς είναι μια άχρηστη γυναίκα ή καλή μόνο για παρέα, σίγουρα για τίποτα περισσότερο.
Κι αν είναι ωραία και μονογονιός πολύ καλύτερα, δε θα έχει πολλές απαιτήσεις, «δε δικαιούται. Κι αν φτύνει αίμα να μεγαλώσει τα παιδιά της, κι αν ξενυχτά στο προσκεφάλι τους και τρέμει η ψυχή της με κάθε τους πρόβλημα κι ανάγκη, κι ας γίνεται κομμάτια να τα κάνει όλα, είναι “γυναίκα χαμηλότερης κατηγορίας”. Αν θέλει ας υπερέχει δέκα αντρών σε εξυπνάδα, δύναμη και χαρακτήρα, δεν ενδιαφέρουν αυτά. Αναλώσιμο αντικείμενο στα μάτια του μέσου στενόμυαλου Κύπριου ή Ελλαδίτη, που “δεν είναι έτοιμος για σχέση” και “δε μπορεί τις δεσμεύσεις”…μαζί της!

Γιατί με ελεύθερες μια χαρά μπορεί κι ούτε φοβίες έχει, ούτε ανέτοιμος νιώθει. Αυτές μόνο ο εαυτός τους τις νοιάζει, να πηδιούνται και να περνούν καλά, συμπεραίνουν οι «σωστοί» και «ώριμοι» φίλοι, την ίδια ώρα που «αυτές» με την ψυχή στα δόντια γίνονται χίλια κομμάτια για τους άλλους, ενώ εκείνοι καλοπερνούν και κυνηγούν ανώριμα και κακομαθημένα κοριτσόπουλα για «να φτιάξουν όπως πρέπει τη ζωή τους»…
Το νέο βιβλίο της Λουΐζας Θεοφάνους με τίτλο «Προσδοκίες» κυκλοφορεί και υπόσχεται να αγγίξει κάθε αναγνώστη που αναζητά τη σύνδεση μεταξύ της λογοτεχνίας και της ανθρώπινης ψυχολογίας. Με γραφή άμεση, ευαίσθητη αλλά και διεισδυτική, συνθέτει καθημερινές ιστορίες που ξετυλίγουν τις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων της.
Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, η Λουΐζα Θεοφάνους τοποθετεί στο επίκεντρο τον αναγνώστη, προβάλλοντας τις προσδοκίες που του επιβάλλουν τόσο οι γύρω του όσο και ο ίδιος στον εαυτό του. Με άμεσο και διεισδυτικό λόγο, προσεγγίζει ψυχολογικά ζητήματα και αναδεικνύει τις εσωτερικές συγκρούσεις που γεννιούνται ανάμεσα στην αληθινή μας ταυτότητα και σε όσα μας υπαγορεύει η κοινωνία ότι «πρέπει» να είμαστε.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: