Στην Κύπρο του 2025, ο διάλογος γύρω από τον μισθό και την αξιοπρεπή διαβίωση έχει πάρει άλλη διάσταση. Οι εργαζόμενοι δεν είναι απλώς ένας αριθμός στα λογιστικά βιβλία, αλλά άνθρωποι που καθημερινά αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα, να συντηρήσουν τις οικογένειές τους και να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ
Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, η Κύπρος ήταν προορισμός για Ευρωπαίους εργαζόμενους. Οι μισθοί ήταν αξιοπρεπείς, η διαβίωση καλή, και τα χρήματα κυκλοφορούσαν μέσα στην τοπική οικονομία. Η ανάπτυξη ήταν ανοδική γιατί βασιζόταν σε δίκαιες απολαβές. Σήμερα, η εικόνα έχει αλλάξει. Η μαζική εισαγωγή φθηνού εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες – πολλές φορές χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα – κρατά τεχνητά χαμηλά τους μισθούς. Έτσι, ο βασικός νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, που θα έπρεπε να ανεβάζει τους μισθούς, παρακάμπτεται. Η εκμετάλλευση δεν περιορίζεται μόνο στους ξένους εργαζόμενους. Παιδιά που σπουδάζουν και επιστρέφουν στην Κύπρο έρχονται αντιμέτωπα με πενιχρές απολαβές, με τη δικαιολογία ότι «δεν έχουν εμπειρία». Παρά τη μόρφωση και τα προσόντα τους, αντιμετωπίζονται σαν εργαζόμενοι δεύτερης κατηγορίας, χάνοντας το κίνητρο να μείνουν στη χώρα τους.

Παράλληλα, γυναίκες και άνδρες με εμπειρία και γνώσεις αποκλείονται από την αγορά εργασίας μόνο και μόνο λόγω ηλικίας. Οι εργοδότες βλέπουν έναν αριθμό στο βιογραφικό και αγνοούν την αξία της εμπειρίας. Έτσι, άτομα που θα μπορούσαν να συμβάλουν καθοριστικά σε μια επιχείρηση αφήνονται στο περιθώριο. Ένα ακόμη παράδοξο είναι πως ακόμη και εθελοντικές οργανώσεις, φιλανθρωπικά ιδρύματα και κυβερνητικά γραφεία, που στηρίζονται με κρατικές χορηγίες ή δωρεές, εξακολουθούν να προσφέρουν μισθούς της τάξης των 1.000 ευρώ μεικτά. Είναι οξύμωρο, φορείς που έχουν αποστολή να υπηρετούν το κοινωνικό καλό να αναπαράγουν την ίδια την αδικία, δίνοντας μισθούς που δεν επαρκούν ούτε για τα βασικά.
1.400 ευρώ καθαρά: Ο μισθός που αξίζει ο εργαζόμενος στην Κύπρο σήμερα — όχι 1.000 μεικτά!
Η κυβέρνηση, η οποία ενισχύει αυτούς τους φορείς, οφείλει να διασφαλίσει ότι τα χρήματα αξιοποιούνται όχι μόνο για τους σκοπούς των οργανώσεων αλλά και για τη διατήρηση αξιοπρεπών όρων εργασίας. Γιατί κοινωνική προσφορά δεν μπορεί να υπάρξει όταν ο ίδιος ο εργαζόμενος ζει στα όρια της φτώχειας.Η πραγματικότητα είναι απλή οι Κύπριοι και οι νόμιμοι κάτοικοι δεν είναι τεμπέληδες. Δουλεύουν δύο και τρεις δουλειές για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Αυτό που λείπει δεν είναι η διάθεση για εργασία, αλλά η δίκαιη αμοιβή.

Αν ο κατώτατος μισθός έφτανε στα 1.400 ευρώ καθαρά, η Κύπρος θα γινόταν ξανά ελκυστικός προορισμός για Ευρωπαίους εργαζόμενους, που ζητούν ποιότητα ζωής και αξιοπρέπεια. Τα χρήματα θα έμεναν μέσα στην κυπριακή οικονομία, ενισχύοντας την κατανάλωση, τις επιχειρήσεις και τελικά τους ίδιους τους εργοδότες. Η Κύπρος χρειάζεται να επιστρέψει στο μοντέλο των δεκαετιών του ’80 και του ’90 – όχι από νοσταλγία, αλλά με σχέδιο. Έναν μισθό που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες, να αναγνωρίζει τη μόρφωση και την εμπειρία, και να βάζει τέλος σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: