Σήμερα, 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Θέμις Ανθοπούλου, Γραμματέας Επικοινωνίας της ΠΟΑΑ Λεμεσού, ανάρτησε στο προσωπικό της προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα μια συγκλονιστική αφήγηση που συνδυάζει την προσωπική της ιστορία με την ιστορία του τόπου της, της Αμμοχώστου. Η ίδια αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τη συναισθηματική φόρτιση και την αναγνώριση της απώλειας, συνδυάζοντας προσωπικές μνήμες με τη συλλογική ιστορία της πόλης.
«Έξω από το Edelweiss
τη θρυλική καφετέρια, στην Δημοκρατίας.
Στην Αμμόχωστο.
Την πόλη της μάνας μου Δέσπω Κουρέα, της νονάς μου Ανδρούλα Ιωάννου, των θείων μου, της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου και του παππού μου. Την δική μου πόλη. Και χιλιάδων άλλων.
Είμαι παιδί, απότοκο του πολέμου, πρόσφυγας η μητέρα μου από την Αμμόχωστο, πήγε με τ´αδέρφια της στον αδερφό τους Κυριάκος Κουρέα, στην Αθήνα, γνώρισε τον πατέρα μου, αγαπήθηκαν και προκύψαμε ο αδερφός μου κι εγώ. Οι δικοί μου, έφυγαν αλαφιασμένοι στις 14 Αυγούστου από το σπίτια τους στην οδό Ηρώδου Αττικού, έχοντας στην αγκαλιά την Νίκη και τον Μάριο, ούτε δύο χρονών τότε…
Οι άντρες της οικογένειας είχαν επιστρατευθεί, είχαν σταλεί (χωρίς όπλα) να πολεμήσουν τον αδυσώπητο εχθρό… Έφυγαν τα γυναικόπαιδα, παίρνοντας μαζί τους μόνο παιδικές τροφές, άλλωστε, ήταν σίγουροι ότι θα επέστρεφαν…
Επέστρεψαν, δηλαδή, την επόμενη μέρα, ανήμερα 15Αυγούστου, αλλά από τύχη παρέμειναν ζωντανοί κι έτσι τράπηκαν και πάλι εις άτακτο φυγή… Σήμερα, στα σπίτια μας στο Βαρώσι, κατοικούν παράνομα έποικοι.
Η μητέρα μου, 50 χρόνια μετά, δεν ξεπέρασε ποτέ το μετατραυματικό στρες. Σοφός ο Σεφέρης. Την μνήμη όπου και να της αγγίξεις πονά. Πόσο μάλλον η αιματοβαμμένη μνήμη… Έτσι, παρά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων δεν πήγε ποτέ στα κατεχόμενα. Δεν το άντεχε.
Ούτε εγώ πήγα. Μέχρι το περασμένο Σάββατο που ο καλός φίλος Μάρκος με ταξίδεψε πίσω στο χρόνο… Περπατήσαμε για ώρα στην περίκλειστη πόλη. Τα αισθήματα εναλλάσσονταν μέσα μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Σοκ, διστακτικότητα, πόνος, οργή, κατάφωρη αδικία και μια λέξη να τριβελίζει το μυαλό μου. Γιατί, γιατί, γιατί; Ναι, κάποιες στιγμές ήθελα να ουρλιάξω. Δίπλα μας περιδιάβαινε ένα χαρωπό γκρουπ τουριστών με ξεναγό.
Η περίκλειστη πόλη, λειτουργεί ως ατραξιόν των Τούρκων. Επιχείρησα κλεφτά να διακρίνω τι έλεγαν. Με δύο λέξεις. Τούρκικη προπαγάνδα. Μπήκαμε στη Δημοκρατίας, αντίκρισα το Λύκειο Ελληνίδων με κρυμμένη την ελληνική επιγραφή, με έλουζε κρύος ιδρώτας, όχι τόσο από την αφόρητη ζέστη, όσο από τις αφόρητες εικόνες που με στοίχειωναν.
Ερειπωμένη πόλη, κατακρεουργημένη, λεηλατημένη, πάραυτα με έναν παράξενο παράδοξο τρόπο να στέκει περήφανα, περιμένοντας.
Ποιον όμως και τι; Το φωτογραφείο του Βασιλείου, η Τράπεζα Κύπρου, η Barclays, η Cyprus Airways, η Ολυμπιακή Αεροπορία, ο κινηματογράφος Χατζηχαμπή, ο καθεδρικός του Αγίου Νικολάου, μαγαρισμένος, το ΓΣΕ ρημαγμένο κι εγκαταλελειμένο στο χρόνο…
Έκλεινα προς στιγμή τα μάτια και ταξίδευα στο τότε, άκουγα νοερά γέλια, παιδικές φωνές, κόσμο να περπατά ανέμελος κι αγέρωχος, να μπαίνει στα σπίτια με τις περίτεχνες γυριστές σκάλες και τις λουλουδάτες γυάλινες εξώπορτες.
Κι έπειτα, σειρήνες, φρίκη, αδερφός κατά αδερφού, η εισβολή, η θανατήλα κι ο τρόμος στην ατμόσφαιρα, νεκροί, βιασμοί γυναικών, ακόμη κι ανήλικων κοριτσιών, ο ξεριζωμός, αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι, το πλάτσιακο που, εμφανέστατα, ακολούθησε…
Προσπάθησα, για να διώξω λίγο το μαύρο, να ανατρέξω στις μυρωδιές της κουζίνας της γιαγιάς μου και στον κήπο της με το ευωδιαστό γιασεμί και δυόσμο. Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο, μία σύντομη στάση στο Salaminia, όπου το άψυχο σώμα του νεαρού Γιακουμή,το κρεμασμένο από το μπαλκόνι μετά τον βομβαρδισμό στις 22 Ιουλίου, με την γνωστή φωτογραφία που έκανε τον γύρω του κόσμου, είναι σαν να κείτεται ακόμη κατακρεουργημένο, ουρλιάζοντας πως δεν έγινε «ειρηνική» επέμβαση από τους Τούρκους το μαύρο 1974, αλλά κτηνώδης θηριωδία… Προμελετημένη και περίτεχνα ετοιμασμένη από καιρό…
Έγκλημα εκ προμελέτης… Λέγεται κατά κόρον ότι η Κύπρος είναι η τελευταία μοιρασμένη κι υπό κατοχή χώρα της ευρωπαϊκής ένωσης. Θα έπρεπε να συμπληρώνουμε,ότι η Αμμόχωστος είναι η μοναδική πόλη επικράτειας της ΕΕ που έμεινε παγωμένη στο χρόνο, που ακούς τις φωνές,αλλά δεν βλέπεις τα πρόσωπα, η μοναδική πόλη φάντασμα, όπου συνυπάρχουν με έναν αλλόκοτο τρόπο η φρίκη του πολέμου και την ίδια ώρα νιώθεις πιο έντονα από ποτέ τον άσβεστο πόθο της επανένωσης.
20 Ιουλίου σήμερα, κι ενώ η ζωή συνεχίζεται αέναη, η ερμητικά περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου παρέμεινε στο καλοκαίρι του 1974, 50 χρόνια πριν.Εδώ, η πόλη του Ευαγόρα, που η γης της βίωσε αλαλάζουσα το βιασμό, τη βαρβαρότητα του ανελέητου Αττίλα, στεντόρεια φωνάζει, διατηρώντας ακόμη τη φλόγα της ελπίδας για επιστροφή. Κανένας δεν ξεχνά. Τίποτα δεν ξεχνιέται»