Ολοκληρώθηκε πριν από λίγη ώρα, η τοποθέτηση στο αγάλματος του Μάρκου Βαμβακάρη στο λιμάνι της Ερμούπολης. Το άγαλμα, το οποίο έφτασε στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, σήμερα και βρίσκεται στην πλατεία Παπάγου.
Το γλυπτό φιλοτέχνησε ο γλύπτης, Πέτρου Γεωργαρίου και το κόστος για την τοποθέτησή του έχει αναλάβει ο εφοπλιστής, Βασίλης Βαμβακάρης και η οικογένειά του. Για τη ιστορία να θυμίσουμε, ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και οργανοπαίκτης, ιδιαίτερα σημαντικός μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε γνωστό το είδος λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία, κ.ά.
Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία και Αθηνών.
Στα 18 του έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρουδή, τη «Ζιγκοάλα» όπως την αποκαλούσε. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα στο τεκέ μας») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η επιτυχία αυτής της ηχογράφισης σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, αφού έκτοτε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκια.
Το καλοκαίρι του 1934 συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό -για την εποχή- μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» στο μαγαζί του Σαραντόπουλου στον Πειραιά. Καθιέρωσε για πρώτη φορά την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη επιτυχημένη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών που εμφανιζόταν στην ταβέρνα. Η περίοδος λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση). Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
Πηγή: syrostoday