Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια χρειάστηκε η Λυδία Σερβού για να μπορέσει να μιλήσει και να αποκαλύψει το όνομα του συνθέτη που την αποπλάνησε όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Όπως ανέφερε σε αποκλειστική της συνέντευξη «ΝΕΑ» και στην δημοσιογράφο Ζωή Λιάκα, «Ο άνθρωπος που σακάτεψε την ψυχή μου πριν καν συμπληρώσω τα 15 μου χρόνια είναι ο μουσικοσυνθέτης Δήμος Μούτσης». Να διευκρινίσουμε ότι σήμερα ο συνθέτης είναι 82 ετών.
Άμεση όμως ήταν και η αντίδραση του μουσικοσυνθέτη ο οποίος μέσω του δικηγόρου του, Γιάννη Φώσκολου: «Αναφορικά με τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, που αφορούν στο πρόσωπό του, ο Δήμος Μούτσης δηλώνει ότι οι απαντήσεις του θα δοθούν όπου και όπως νομικά προβλέπεται».
Είπατε ότι ήρθε η ώρα να μιλήσετε για αυτό και προχωρήσατε στην εξομολόγηση. Εκτός από την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου υπάρχει κάτι άλλο που ενεργοποίησε την επιθυμία σας;
«Ξέρετε, όταν συμβαίνει μια τέτοιου είδους κακοποίηση, σε οποιαδήποτε ηλικία, ιδίως σε έναν ανήλικο, ο άνθρωπος ενεργοποιεί αυτόματα δικλίδες ασφαλείας. Και τα εγκλήματα ακόμη και τη φρίκη και τον πανικό που αυτά προκαλούν τα καταχωνιάζει σε διάφορα κουτάκια βαθιά μέσα στην ψυχή του, ιδίως όταν δεν το έχει μοιραστεί καν με την οικογένειά του. Με αφορμή την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου ξύπνησαν έντονα μέσα μου οι μνήμες. Αισθάνθηκα την ανάγκη να βγω και να μιλήσω κι εγώ. Κάτι με κρατούσε όμως».
Τι σας απασχολούσε;
«Σκεφτόμουν ότι η κοπέλα είναι στον χώρο του αθλητισμού, υπέστη βιασμό και κατήγγειλε ένα σάπιο σύστημα εκμετάλλευσης της επί χρόνια μεγάλης εξουσίας του. Ενδεχομένως κάποιοι θα έλεγαν ότι σίγουρα προσπαθώ να πετύχω κάτι άλλο μέσα από μια τέτοια εξομολόγηση. Αλλά οι καταγγελίες που έγιναν από τις ηθοποιούς και γενικά τις τελευταίες μέρες, με όλες αυτές τις καταθέσεις ψυχής που άκουσα, ήταν σαν να το ξαναζούσα από την αρχή. Πνίγηκα… δεν το ξανασκέφτηκα, δεν κράτησα καν χαρτί και μολύβι για να καθίσω να γράψω. Γύρισε ο χρόνος πίσω. Πήρα το κινητό μου και έγραψα ό,τι έζησα. Δεν έχω καμία άλλη αξίωση παρά τη λύτρωση της ψυχής μου, την ελευθερία μου. Και συγχρόνως να προστατεύσω και άλλες ψυχές από παρόμοιες συμπεριφορές. Ούτε και μπορούσα να φανταστώ ότι θα έπαιρνε ποτέ τέτοια δημοσιότητα η δική μου καταγγελία»
Μετανιώσατε που δεν μιλήσατε νωρίτερα;
«Οχι. Οχι κατηγορηματικά. Κι αυτό δεν μπορώ να το πω διότι δεν μετανιώνει κανείς για κάτι που δεν μπορεί να πράξει ο ίδιος, όταν ιδίως και η σκέψη μόνο για κάτι τέτοιο προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη βλάβη, ψυχική ταραχή και αποδιοργάνωση. Μετανιώνει κανείς μόνο για κάτι που μπορεί να πράξει με τις δικές του δυνάμεις. Και οι δικές μου, μέχρι χθες, ήταν πάρα πολύ μικρές κι έτσι δεν είχα κατορθώσει να ελευθερώσω την ψυχή μου. Και αυτό με έλεγε. Το μόνο για το οποίο λυπάμαι είναι το ενδεχόμενο να βίωσαν και άλλες γυναίκες παρόμοια εμπειρία, από τον ίδιο ή άλλον. Γι’ αυτό, μόνο, λυπάμαι. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μίλησα, το εξομολογήθηκα ουσιαστικά, ήταν οι ειδικοί ψυχικής υγείας στους οποίους υποχρεώθηκα να καταφύγω προς υποστήριξη που είχα τόσο πολύ ανάγκη. Εάν επέλεγα να κινηθώ νομικά, έπρεπε να ενεργήσω άμεσα, αλλά η δύναμη της φωνής μου, μιας ανήλικης, έτσι το έβλεπα τότε, ήταν τόσο αδύναμη και ασήμαντη μπροστά στη δύναμη της φωνής του συγκεκριμένου ανθρώπου. Ήμουν ένα παιδί φοβισμένο και πληγωμένο, σε ηλικία και εποχές παντελώς διαφορετικές από τη σημερινή».
Δεχθήκατε την απεχθή συμπεριφορά την οποία έχετε περιγράψει σε πολύ τρυφερή ηλικία. Με ποιον τρόπο σάς διαμόρφωσε – στις επαγγελματικές, τις προσωπικές και τις φιλικές σχέσεις;
«Τα τραύματα της εμπειρίας αυτής είναι δυσεξάλειπτα, αν όχι ανεξίτηλα. Το ίδιο και οι πολλαπλές καταστροφικές επιδράσεις έως σήμερα. Το συμβάν αυτό καθόρισε τη ζωή μου σε όλα τα επίπεδα. Αυτός ο άνθρωπος μου στέρησε κατ’ αρχάς το φλερτ. Δεν θυμάμαι ποτέ να με φλέρταραν ή να φλέρταρα εγώ. Πάντα είχα, ιδιαίτερα στις σχέσεις μου με το άλλο φύλο, ενεργοποιημένες τις άμυνες μου. Και όσες σχέσεις έχω κάνει απλώς έτυχε να γίνουν. Στην επαγγελματική μου πορεία ήταν ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Φοβόμουν να πάω σε ακροάσεις και σε όποιες και αν πήγα, από το συμβάν αυτό και μετά, συνοδευόμουν πάντα από τον πατέρα μου ή από κάποιον φίλο μου. Έχασα πολλά τρένα ευκαιριών που πέρασαν από μπροστά μου και θα με είχαν ίσως οδηγήσει αλλού. Παρέμεινα επί χρόνια σε συνεργασίες που δεν ήταν πάντα η επιλογή μου, απλώς και μόνο επειδή ένιωθα προστατευμένη στο περιβάλλον τους κι επειδή φοβόμουν ένα παραπάνω βήμα. Και να σκεφτείτε ότι, τις περισσότερες φορές, εγώ μπαίνω μπροστά και δημιουργώ τις συνθήκες για μια παράσταση, μια συναυλία, ένα τραγούδι. Διάλεξα σπουδαίους και ταλαντούχους συνεργάτες, με τους όποιους πορεύομαι χρόνια και τους ευχαριστώ από καρδιάς για τη στήριξη και την αγάπη τους, και προχωρώ μαζί τους το δικό μου μονοπάτι».
Επιχειρήσατε ποτέ να του υπενθυμίσετε τις πράξεις του;
«Οχι. Ποτέ δεν ήρθα ξανά σε επαφή μαζί του. Εξάλλου τον φοβόμουν. Νιώθω ευλογημένη που 25 χρόνια που βρίσκομαι επαγγελματικά στον χώρο του τραγουδιού δεν έτυχε να τον συναντήσω και δεν ήρθα ποτέ σε καμία συνεργασία μου αντιμέτωπη με το έργο του, ώστε να χρειαστεί να απολογηθώ σε κάποιον συνάδελφό μου για την άρνησή μου τότε να τον τραγουδήσω».
Μετά τη δημοσιότητα της ιστορίας σας προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία μαζί σας;
«Οχι. Οι άνθρωποι που κάνουν αυτές τις φρικαλέες απάνθρωπες πράξεις, ιδίως σε παιδιά, κρύβονται και δεν ζητούν ποτέ συγγνώμη».
Θεωρείτε ότι είναι αμετανόητος;
«Σε αυτό θα μπορούσε ο ίδιος μόνο να απαντήσει».
Θα μας πείτε το όνομά του;
«Είχα αποφασίσει να μην αποκαλύψω το όνομά του, λόγω της ηλικίας του κυρίως, αλλά κι επειδή δεν έχω καμία άλλη απόβλεψη εκτός από τη σωτηρία της δικής μου ψυχής μου αλλά και άλλων παιδιών για τα οποία θα μπορούσε η καταγγελία μου να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Εξάλλου, ο άνθρωπος αυτός είναι πλέον 82 χρονών. Λόγω όμως της μεγάλης έκτασης που πήρε το θέμα και επειδή δεν μου αρέσει να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, θα το πω. Ο άνθρωπος που σακάτεψε την ψυχή μου πριν καν συμπληρώσω τα 15 χρόνια είναι ο μουσικοσυνθέτης Δήμος Μούτσης. Και το λέω γιατί πρέπει να διευκρινίσω ρητά ότι δεν είναι άλλοι εμπνευσμένοι και καταξιωμένοι συνθέτες, όπως ο Ξαρχάκος και ο Μαρκόπουλος, τα ονόματα των οποίων κακώς αναμείχθηκαν από κάποιους. Δεν είχα βεβαίως ποτέ ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να προβλέψω ότι θα υπήρχαν τέτοια σχόλια για τους δύο αυτούς λαμπρούς δημιουργούς μας. Είναι σπουδαίοι συνθέτες αλλά και άνθρωποι, τους εκτιμώ και η ίδια απεριόριστα, αλλά και η Ελλάδα ολόκληρη και ο κόσμος, και πάντα στις μουσικές μου παραστάσεις ερμηνεύω τραγούδια τους».
Αν τον συναντούσατε ξανά, τι θα του λέγατε;
Φοβάμαι κατ’ αρχάς πως θα με έπιανε και πάλι πανικός, εάν ιδίως ήμουν μόνη μου. Εάν ωστόσο έβρισκα τη δύναμη να ψελλίσω κάτι, θα ήταν ένα μεγάλο «κρίμα» για το ταλέντο που του ‘δωσε ο Θεός και για το αξιόλογο έργο του, που, προσωπικά, δεν μπορώ να το διαχωρίσω από τον άνθρωπο. Και κανείς νομίζω δεν μπορεί να διαχωρίσει έναν άνθρωπο από τέτοιου είδους απεχθείς πράξεις, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται επαγγελματικά ή κοινωνικά. Η ηθική ενός ανθρώπου συνοδεύει και το έργο του επαγγελματικά. Τον καταξιώνει ή τον κατακρημνίζει.
Η οικογένειά σας το γνώριζε;
«Η οικογένειά μου το έμαθε – και αυτή – από την ανάρτησή μου στο Facebook. Δυστυχώς δεν είχα βρει ποτέ το κουράγιο και την ψυχική δύναμη να τους το αποκαλύψω. Το είχα εκμυστηρευθεί μέσα στα χρόνια σε ελάχιστους φίλους, στους συντρόφους μου και στους ειδικούς ψυχικής υγείας που έχω επισκεφθεί όλα αυτά τα χρόνια. Είναι απολύτως λογικό η οικογένειά μου να ταραχτεί μετά από μια τέτοια αποκάλυψη. Παρά την ηλικία τους, οι γονείς μου είναι και αυτοί δίπλα μου και στηρίζουν κάθε μου κίνηση».
Τι επιπτώσεις είχε μια τέτοια αποκάλυψη σε μια κοινωνία που είναι συντηρητική;
«Η κοινωνία είναι πλέον ώριμη να δεχτεί, να κατανοήσει και να καταδικάσει αυτές τις καταστάσεις. Ήρθε η ώρα να ακουστεί η αλήθεια. Να ανοίξουν τα στόματα και να μιλήσουν όσο πιο δυνατά γίνεται. Τώρα είναι η ώρα. Τώρα που λόγω της πανδημίας είναι κλειστοί όλοι οι χώροι του Πολιτισμού. Τώρα που όλοι είμαστε ίσοι. Τώρα που κανείς δεν έχει εξουσία. Κανείς δεν θα προχωρούσε σε τέτοιες συμπεριφορές αν δεν είχε τη σιγουριά ότι μπορεί ατιμώρητα να καταχραστεί την εξουσία που έχει για να κακοποιήσει τον απέναντί του, αυτόν που πιστεύει ότι εξουσιάζει. Ζήσαμε για πολλά χρόνια στη σιωπή! Τώρα όμως μιλάμε… Και κάθε φορά που κάποιος θα σκεφτεί να ικανοποιήσει τα κόμπλεξ του, τις ανώμαλες ορέξεις του, ιδίως σε παιδιά, ή την κακοποιητική του συμπεριφορά, ας το ξανασκεφτεί πλέον. Και όταν με το καλό ξεπεράσουμε την πανδημία και ανοίξουν οι χώροι του πολιτισμού, όπως ανέφερε σωστά και μια συνάδελφός μου, ας συστηθούμε όλοι από την αρχή!»
Το πιο ωραίο και το πιο ακραίο σχόλιο που ακούσατε;
«Έχω εισπράξει απεριόριστη αγάπη και στήριξη και θέλω να ευχαριστήσω όλον τον κόσμο που μου στέλνει μηνύματα συμπαράστασης αλλά και όλους όσοι μπήκαν στη διαδικασία να μοιραστούν μαζί μου παρόμοιες εμπειρίες είτε από τον ίδιο δυστυχώς άνθρωπο είτε από κάποιον άλλο χώρο. Επειδή από τη φύση μου είμαι θετικός άνθρωπος, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας το πιο συγκινητικό μήνυμα που έλαβα από ένα κορίτσι 14 χρόνων της Μήλου, που μου έγραψε: «…ανυπομονώ να έρθεις στο νησί για μια μεγάλη αγκαλιά, που την αξίζεις…». Για αυτό και μόνο το μήνυμα αξίζει όλο αυτό που γίνεται σήμερα».
Είστε έτοιμη να χειριστείτε τις εξελίξεις από εδώ και πέρα;
«Βεβαίως και είμαι έτοιμη. Νιώθω δυνατή και ελεύθερη!!! Και δεν είμαι μόνη σε όλο αυτό. Είμαστε πολλοί και είμαστε όλοι μαζί».
Τι θα συμβουλεύατε ένα αγόρι ή κορίτσι που θα δεχθεί βία – σωματική ή λεκτική;
«Να μιλήσει. Να μιλήσει αμέσως. Και αν αισθάνεται ότι, για τον οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί να το μοιραστεί με την οικογένειά του, να το πει σε έναν δάσκαλό του. Να απευθυνθεί αμέσως σε κάποιον από τους οργανισμούς που διαχειρίζονται πλέον περιστατικά κακοποίησης. Να έχει το κεφάλι ψηλά και να μη φοβάται τίποτα. Οι εποχές είναι διαφορετικές και η πληροφορία μεταφέρεται αστραπιαία και προστατευτικά πλέον και για το θύμα, κάτι που δεν συνέβαινε όταν συνέβη αυτό σε μένα».
Η μουσική σε ένα τόσο βαθύ τραύμα τι ρόλο έπαιξε;
«Η μουσική ήταν πάντα για μένα η μεγαλύτερή μου αγάπη. Είναι ο αέρας που αναπνέω και ευχαριστώ τον Θεό που με βοήθησε, μετά από αυτή την τόσο επώδυνη εμπειρία, να μην την εγκαταλείψω. Το τραύμα είναι βαθύ και δεν ξέρω αν ποτέ θα επουλωθεί εντελώς. Αλλά σίγουρα η μουσική, και ιδιαίτερα το τραγούδι, είναι για μένα το μόνο γιατρικό».