Μετά τη διαδικτυακή «επίθεση» που δέχθηκε η Αστυνομία για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, αρκετοί πολίτες διερωτώνται πλέον εάν η δολοφονία του 26χρονου Αλέξανδρου Αντωνίου έξω από περίπτερο στα Κονιά θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ωστόσο, η κατάληξη της υπόθεσης αφήνει πίσω της καίρια ερωτήματα για το πώς αξιολογούνται σήμερα οι καταγγελίες παρενόχλησης και πόσο γρήγορα ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί πρόληψης.
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ
Η δολοφονία του 26χρονου Αλέξανδρου Αντωνίου έξω από περίπτερο στα Κονιά δεν αντιμετωπίζεται από την κοινωνία ως ένα «ακόμη έγκλημα», αλλά ως μια τραγωδία που ξεκίνησε από μια καταγγελία, κλιμακώθηκε μέσα σε λίγη ώρα και κατέληξε σε έναν νέον άνθρωπο νεκρό. Η Αστυνομία, διά του εκπροσώπου Τύπου της, Βύρωνα Βύρωνος στο κανάλι ΣΙΓΜΑ, απαντά ότι δεν υπήρξε ολιγωρία και ότι ακολουθήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες.

Την ίδια στιγμή, έντονος διάλογος αναπτύσσεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με πολλούς πολίτες να αμφισβητούν την τοποθέτηση της Αστυνομίας ότι «δεν υπήρξε ολιγωρία». Στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας, το ερώτημα παραμένει, πώς γίνεται να έχουν γίνει «όλα σωστά», όπως υποστηρίζει η Δύναμη, και παρ’ όλα αυτά η υπόθεση να καταλήγει σε ένα θανατηφόρο επεισόδιο μέσα σε ελάχιστες ώρες από την αρχική καταγγελία;
Την ίδια ώρα, τίθεται το ερώτημα γιατί, αμέσως μετά την καταγγελία, η Αστυνομία δεν προχώρησε στον εντοπισμό του 26χρονου για να διαλευκάνει την υπόθεση.
Αν και είναι σαφές ότι η Αστυνομία δεν μπορεί να προλάβει κάθε έγκλημα, οι πολίτες ζητούν πλέον κάτι περισσότερο από τυπική συμμόρφωση με διαδικασίες. Σε υποθέσεις όπου υπάρχουν εντάσεις σε προσωπικές σχέσεις, καταγγελίες παρενόχλησης και εμπλοκή μελών οικογένειας, η εμπειρία δείχνει πως ο κίνδυνος κλιμάκωσης είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Εκεί, το ερώτημα δεν είναι μόνο αν καταγράφηκε μια καταγγελία, αλλά αν υπήρξε άμεση αξιολόγηση κινδύνου, προληπτικά μέτρα προστασίας και παρέμβαση προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, περίπου μισή ώρα πριν από το αιματηρό επεισόδιο, η 26χρονη πρώην σύντροφος του Αλέξανδρου κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι το προηγούμενο βράδυ ο 26χρονος την παρενόχλησε και προκάλεσε ζημιές στους τροχούς του οχήματός της. Η καταγγελία καταγράφηκε, με την Αστυνομία να υποστηρίζει πως έγιναν οι αναγκαίοι χειρισμοί. Ωστόσο, λίγη ώρα αργότερα, ο 58χρονος πατέρας της νεαρής γυναίκας και ο 26χρονος συναντήθηκαν έξω από περίπτερο στα Κονιά, όπου η ένταση μεταξύ τους κορυφώθηκε και κατέληξε σε φονική επίθεση με μαχαίρι.

Ο 58χρονος φέρεται να μαχαίρωσε τον Αλέξανδρο τρεις φορές, στον λαιμό, στο πίσω μέρος της κεφαλής και στον μηρό, την ώρα που ο 26χρονος βρισκόταν αρχικά στη θέση του οδηγού μέσα στο όχημά του. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο δράστης άνοιξε στη συνέχεια την πόρτα του συνοδηγού και συνέχισε να τον κτυπά με μαχαίρι. Ο 26χρονος μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο στη Λεμεσό, όπου νοσηλευόταν σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση μέχρι τα ξημερώματα του Σαββάτου, οπότε και υπέκυψε στα τραύματά του. Η νεκροτομή επί της σορού του 26χρονου κατέδειξε ότι η μοιραία μαχαιριά ήταν αυτή στον λαιμό, αφού, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους, ο Αλέξανδρος χτυπήθηκε στην καρωτίδα. Οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονται σε εξέλιξη, με τους ανακριτές να μελετούν κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, να λαμβάνουν επιπρόσθετες καταθέσεις και να εξετάζουν τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Παράλληλα, διερευνώνται οι ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες κανονίστηκε ή προέκυψε η συνάντηση του 26χρονου με τον 58χρονο έξω από το περίπτερο στα Κονιά.
Την Τρίτη, στις 14:30, από τον Ιερό Ναό Αποστόλου Ανδρέα στην Έμπα, φίλοι και συγγενείς θα πουν το τελευταίο αντίο στον Αλέξανδρο, με την τοπική κοινωνία να παραμένει συγκλονισμένη. Την ίδια στιγμή, στο δημόσιο διάλογο ανοίγει ξανά η συζήτηση για το πώς αντιμετωπίζονται οι καταγγελίες παρενόχλησης, ποια πρωτόκολλα ενεργοποιούνται σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου και τι σημαίνει, τελικά, στην πράξη η φράση «δεν υπήρξε ολιγωρία».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:






